Ο τελευταίος που ανέβηκε στο άρμα των «καταραμένων» είναι ο Βραζιλιάνος Μάρκος Καφού, από τα μεγαλύτερα δεξί μπακ όλων των εποχών: δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής με τους Cariocas, πρωταθλητής Ιταλίας με τη Ρόμα, ξανά Ιταλίας, Ευρώπης, αλλά και κόσμου και με τη Μίλαν. Το ’19 έχασε τον 30χρονο γιό του Ντανίλο, από έμφραγμα την ώρα που έπαιζε ποδόσφαιρο: το’ ριξε στο ποτό, χώρισε, δεν συνήλθε ποτέ και σήμερα, στα 53του κινδυνεύει και με φυλάκιση για χρέη που ξεπερνούν τα 7.5εκ. ευρώ.
Προσωπική τραγωδία βίωσε και το ’09 ο Μάικ Τάισον, από τους δύο, τρεις, μεγαλύτερους μποξέρ όλων των εποχών, όταν η 4χρονη κορούλα του Έξοντους, ύστερα από ένα 10ήμερο αγωνίας στην εντατική υπέκυπτε στα τραύματά της από ατύχημα κατά τη διάρκεια γυμναστικής επίδειξης. Ήταν το δεύτερο νοκ- άουτ της ζωής του μετά τις κατασκευασμένες, όπως αποδείχθηκε πολύ αργότερα, καταγγελίες βιασμού σε βάρος κάποιας Ντεζιρέ Ουόσινγκτον. Παρέμεινε το ίδιο, άδικα, για 4 χρόνια, έως το ‘96 στη φυλακή, στο μεταξύ όμως, ο δικαστικός αγώνας για να αποδείξει την αθωότητά του, του είχε στοιχίσει περισσότερα από 28εκ. δολάρια. Χρεοκόπησε, αλλά βρήκε το κουράγιο να ξανασηκωθεί: στα 57 του, σήμερα, μπορεί να μην είναι πλέον εκατομμυριούχος, αλλά χάρη σε κάποιες κινηματογραφικές εμφανίσεις (Hangover) και ατομικά μαθήματα μποξ βγάζει αρκετά για να σταθεί δίπλα και στα υπόλοιπα, έξι παιδιά του.
Υπάρχουν, λοιπόν, εκείνοι που βλέπουν το ποτήρι άδειο, άλλοι μισογεμάτο, άλλοι πάλι το μπουκάλι, τα μπουκάλια ή και τα λίτρα αλκοόλ ως μοναδική διέξοδος για να ιατρευτεί η εσωτερική τους κατάθλιψη. Είναι η περίπτωση του Αντρέας Μπρέμε, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα προδομένου από το στρες, τη στεναχώρια και την καρδιά του. Από λανθασμένες επενδύσεις, χρέη, με υποθηκευμένη περιουσία, ξεχασμένο απ’ όλους στον χώρο του (γερμανικού) ποδοσφαίρου στο οποίο δεν είχε δώσει και λίγα. Το αντίθετο, ένα ολόκληρο Μουντιάλ, το ’90 με δικό του, νικητήριο πέναλτι. Και όμως, μόνο κάποιος Όλιβερ Στράουμπε, ιδιοκτήτη μικρής εταιρίας βρέθηκε να του προσφέρει δουλειά: ως καθαριστής των τουαλετών του κτηρίου. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά στην περίπτωσή του ήταν μία λύση απελπισίας. Πώς να μην σκάσει, μετά ο άνθρωπος.
Το ποτό και ο τζόγος σκότωσαν, αντίθετα τον θρυλικό Γκαρίντσα, που ξεχασμένος απ όλους πέθανε ως άστεγος, κυριολεκτικά στον δρόμο. Τον Τζορτζ Μπεστ, γνωστό και ως «Λευκό Πελέ» της εποχής, που σκόρπισε την περιουσία του σε αλκοόλ, ακριβά αυτοκίνητα, γενικώς ακριβές παρέες και βίτσια καταφέρνοντας να πάθει δύο φορές κίρρωση του ήπατος: την πρώτη, στο συκώτι του, τη δεύτερη στο συκώτι του δότη που βρέθηκε, υποτίθεται για να σώσει την προηγούμενή του ζωή.
Ενώ το ποτό λίγο έλειψε να σκοτώσει δύο φορές τον Πολ Γκασκόιν, που εδώ και μία 15ετία μπαινοβγαίνει σε κλινικές αποτοξίνωσης χωρίς ωστόσο να έχει ακόμη καταφέρει να ξεπεράσει το μεγάλο του πάθος. Πάθη και αυτοκαταστροφικές τάσεις, που στην περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα λέγονταν ναρκωτικές ουσίες, κατάθλιψη και αδυναμία διαχείρισης του μοναδικού ταλέντου με το οποίο τον είχε προικίσει ο Θεός. Είχε χάσει κι εκείνος, πολλά από τα μυθική του περιουσία: όχι όμως μόνος του. Με παρέα τις λυκοφιλίες, που του δάγκωναν τα πλούτη κομμάτι, κομμάτι μέχρι να τον αφήσουν να πεθάνει μόνο και αβοήθητο σ’ ένα θλιβερό και σκοτεινό δωμάτιο 3Χ3.
Ο τζόγος και τα χρέη είχαν σκοτώσει τον Ουρουγουανό, Άλτσιντες Γκίτζια: έναν από τους τρεις ανθρώπους που μαζί με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον 2ο και τον Φρανκ Σινάτρα είχε «σωπάσει» το Μαρακανά πετυχαίνοντας, στον τελικό του Μουντιάλ του ’50, με τη Βραζιλία το γκολ που έστεφε την «Celeste» παγκόσμια πρωταθλήτρια μες στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Για να ζήσει με αξιοπρέπεια τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, αλλά και για να βάλει στην άκρη τα χρήματα για την κηδεία του αναγκάστηκε να πουλήσει ό,τι κειμήλιο είχε: ακόμη και σε δόσεις.
Την περιουσία τους δεκάδων εκ. δολαρίων σκόρπισαν κι άλλοι αστέρες της μπάλας, κυρίως Βραζιλιάνοι γιατί μόνο ο Πελέ είχε την εξυπνάδα να διαχειριστεί το απότομο πέρασμα, από τη φτώχεια των favelas, στη φήμη, τη δόξα, το χρήμα και την αναγνώριση. Για παράδειγμα ο Λουίς Μιούλερ, που τη δεκαετία του ’90 γυρνούσε στους δρόμους του Τορίνο με Φερράρι, εθεάθη πρόσφατα έξω από σούπερ- μάρκετ του Σάο Πάολο να εκλιπαρεί για ελεημοσύνη. Σχεδόν απένταροι έμειναν και οι Ρενάτο, Αντριάνο ή Ροναλντίνιο, οι δύο πρώτοι επενδύοντας στο εφήμερο και ην ψευδαίσθηση της «ακριβής ζωής», ο δεύτερος γιατί είχε εμπιστευτεί και επενδύσει σε λάθος ανθρώπους. Ποδοσφαιριστής υπήρξε και ο Πορτογάλος Καντέτε, που κάποτε μονομαχούσε με τους Φίγκο και Ρούι Κόστα για μία φανέλα βασικού στην εθνική του ομάδα και που σήμερα, έχοντας χάσει τα πάντα, επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του και επιβιώνει με κρατικό βοήθημα 180 ευρώ την εβδομάδα.
Υπήρξαν κι άλλοι. Δυστυχώς, θα υπάρξουν κι άλλοι. Για παράδειγμα ο Μπιόρν Μποργκ και ο Μπόρις Μπέκερ. Δύο από τους μεγαλύτερους τενίστες της γενιάς τους. Ο μεν Σουηδός καταστράφηκε από μία λανθασμένη επένδυση στον χώρο της μόδας και για να επιβιώσει πούλησε σε δημοπρασία ό,τι έπαθλο του Ουϊμπλεντον και του Ρολάν Γκαρός κατέκτησε στη σύντομα, αλλά μεγαλειώδη καριέρα του. Ο δε Γερμανός, επίσης τα πούλησε όλα, όχι όμως για να επιβιώσει, αλλά για να «ρεφάρει» από τη δίνη εκατομμυρίων ευρώ που του είχε φάει το πόκερ. Πλήρωσε, και με το παραπάνω, με 3ετή φυλάκιση τα λάθη και τα χρέη του. Αν και, κάθε τόσο όλο και λαμβάνει μέρος σε κάποιο τουρνουά, μπας και…