Τελικά, τα «Τρία Λιοντάρια» είναι ή δεν είναι (;) οι μεγαλύτεροι looser στην Ιστορία της μπάλας, σ’ εθνικό επίπεδο; Πιθανότατα ναι, γιατί όλο κι όλο στην ύπαρξή τους έχουν θριαμβεύσει μόνο στο Μουντιάλ του ’66, από κει και πέρα κατακτώντας δύο 4ες θέσεις στα Μουντιάλ του ’90 και του ’18, δύο δεύτερες στα Euro του ’20 και του ’24, δύο τρίτες το ’68 και το ’96. Λίγα, υπερβολικά λίγα για μία χώρα που, ανέκαθεν διεκδικούσε την «πατρότητα του football».

Υπήρξε χειρότερη ομάδα από την Αγγλία; Θεωρητικά ναι, η Ολλανδία γιατί έχασε τρεις τελικούς Μουντιάλ, του ’74 από τη Γερμανία, του ’78 από την Αργεντινή, του 2010 από την Ισπανία, τερματίζοντας 3η το ’14. Πρακτικά όμως όχι, γατί δεν γίνεται να συγκρίνουμε μία χώρα οκτώ φορές μικρότερη, σε πληθυσμό από τη Μεγάλη Βρετανία ξέχωρα από το γεγονός ότι οι «Οράνιε», το Euro το κατέκτησαν (’88), μαζί με μία 3η θέση σ’ εκείνο του ’76. Συγκρίνουμε, λοιπόν δύο εντελώς ανόμοια πράγματα εμμένοντας στην άποψη ότι μία τέτοια «ποδοσφαιρομάνα», με το, υποτίθεται ομορφότερο, καλύτερο ή ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου, δεν νοείται να μην έχει κατακτήσει ακόμη ένα ευρωπαϊκό στέμμα.

Παρόλα αυτά, κι επειδή καλό είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις να βλέπουμε το ποτήρι μισό άδειο, η «κατάρα» των λιονταριών, αλλά και του αρχηγού τους, Χάρι Κέιν δεν έχει καμία σχέση με την προσωπική επιτυχία του Γκάρεθ Σαουθγκέιτ. Του μοναδικού, ομοσπονδιακού τεχνικού που κατάφερε να στείλει την Αγγλία σε δύο συνεχόμενους τελικούς, πετυχαίνοντας ό,τι απέτυχαν στο παρελθόν οι πολύ καλύτεροί του, Φάμπιο Καπέλλο ή Σβεν Γκόραν Έρικσον.

Μέχρι και ο Βασιλιάς Κάρολος ο 3ος, άσχετα εάν δεν πολύ σκαμπάζει από μπάλα, προτιμώντας το αγαπημένο του polo (κάτι σαν γκολφ, αλλά με άλογα), τάχθηκε ανοικτά υπέρ της παραμονής του στον πάγκο της εθνικής στέλνοντάς του μάλιστα το μήνυμα «συγχαρητήρια και ψηλά το κεφάλι. Η δεύτερη θέση είναι εξίσου μία πολύ μεγάλη επιτυχία».

Σχετικό είναι αυτό. Ο Χάρι Κέιν, για παράδειγμα με περισσότερα από 400 γκολ καριέρας ήπιε το αντίστοιχο πικρό ποτήρι του looser, έξι φορές. Με την εθνική του, σε δύο Euro, με την Τόττεναμ στον τελικό του Λιγκ- Καπ ’15 (1-0 από την Τσέλσι), στον τελικό του Champions League ’19 (2-0 από τη Λίβερπουλ) και στον τελικό του Carabao Cup ’21 (1-0 από τη Μάντσεστερ Σίτι). Πέρυσι είπε «φτάνει», δεν πάει άλλο, θα πάω στη Μπάγερν Μονάχου για να κερδίσω επιτέλους έναν τίτλο. Μηδέν κι εκεί: έχασε το πρωτάθλημα και το κύπελλο από τη Λεβερκούζεν, αλλά και το γερμανικό Σούπερ- Καπ ’23 από τη Λειψία, μ’ ένα αφοπλιστικό 3-0 και ακόμη χειρότερο «χατ- τρικ» του… Ισπανού Ντάνι Όλμο. Το φετινό του Euro  τελείωσε άδοξα, μόλις στο 61’ όταν ο Σαουθγκέιτ διαπίστωσε ότι οι Λε Νορμάντ και Λαπόρτε δεν τον είχαν αφήσει ν’ ακουμπήσει τη μπάλα και δικαίως τον αντικατέστησε με τον Ουότκινς. Έως τότε, η παρουσία στα γερμανικά γήπεδα υπήρξε έτσι κι έτσι, μ’ ένα γκολ στη Δανία, ένα στη Σλοβακία, ένα με πέναλτι και στην Ολλανδία. Λίγα, πολύ λίγα σε σχέση με τα 44 φετινά που είχε πετύχει με τη φανέλα της Μπάγερν. Και όταν δεν μπαίνουν τα γκολ από τους παίκτες που εμπιστεύεσαι περισσότερο, τι να σου κάνει μετά από μόνος του ο οποιοσδήποτε προπονητής;