Τα πάντα μοιάζουν στη θύμηση πιο ωραία. Τα συναισθήματα με απόσταση από το γεγονός τα αντιλαμβάνεσαι πιο δυνατά. Ισως γιατί το μυαλό πια μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό από την καρδιά και έχεις την ευκαιρία να κάνεις ταμείο. Εκείνες οι μέρες στην Πορτογαλία, θα είναι συνδεδεμένες πάντα με τις στιγμές που ονειρευόμασταν με τα μάτια ανοιχτά. Εκεί που ακόμη και οι πιο τρελές σκέψεις έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να πραγματοποιηθούν.
Με απόσταση οκτώ ετών ξέρω με σιγουριά πως αυτό το θαύμα, δύσκολα θα επαναληφθεί. Σκέφτομαι συχνά πως τη νύχτα της 4ης Ιουλίου του 2004 η Ελλάδα ζούσε την υπέρτατη ηδονή του απραγματοποίητου που συμβαίνει, του αδύνατου που γίνεται δυνατό, του απλησίαστου που παίρνει σάρκα και οστά. Ηταν το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που άρχισε κοντά δύο χρόνια πριν. Με δύο ήττες στην αρχή. Με κάποιες νίκες μετά, που δεν τις υπολόγιζε ο κόσμος. Ωσπου ένα χρόνο πριν τα τελικά, ήρθαν εκείνες οι κολλητές επιτυχίες. Με το σήμα κατατεθέν για σκορ, 1-0. Σαραγόσα, Αθήνα, Ερεβάν και πάλι Αθήνα, στη Λεωφόρο. Νιώθαμε τυχεροί που μία μεγάλη φουρνιά παικτών δεν θα έφευγε από τα γήπεδα χωρίς να έχει αξιωθεί να πάει σε μεγάλη διοργάνωση.
Πλησιάζοντας τα τελικά, με το που είχαμε σηκώσει λίγο τη μυτούλα, πάμε στην Ολλανδία και τρώμε τη σφαλιάρα μας. Τέσσερα γκολ σε ένα ημίχρονο. Μας έκανε καλό. Επεσαν οι τόνοι. Η ομάδα έφυγε για την Πορτογαλία, περνώντας για προετοιμασία από την Ελβετία. Οποιοι ζούσαν κοντά στην αποστολή έλεγαν πως ήμασταν έτοιμοι για κάτι καλό.
Τελευταίο άρθρο πριν την πρεμιέρα, στις 12-6-2004 φροντίζω να οριοθετήσω τι εννοούσα εγώ ως επιτυχία.
«Σε έξι ματς στο παρελθόν σε μεγάλες διοργανώσεις έχουμε 1-14 γκολ και μία ισοπαλία. Αρα δύο γκολ και μία νίκη είναι ο πήχης». Πρεμιέρα στο Πόρτο, που είχαν στηθεί χοροί. Ενα πρωινό με λίγο αεράκι και εκείνη την αύρα που φέρνει ο Ατλαντικός Ωκεανός. Στην προβλήτα της Ριμπέιρα, οι Πορτογάλοι ετοιμάζονταν να γιορτάσουν. Ηταν η μέρα που περίμεναν χρόνια.
Η αίσθηση ήταν πως μία τέτοια μέρα τους ανήκε και θα ήταν δική τους. Ομολογώ πως αν έπαιζαν με οποιαδήποτε άλλη ομάδα θα είχα παρασυρθεί και εγώ σε αυτό το ντελίριο.
Οταν η ομάδα βγήκε στο χορτάρι με τον Ζαγοράκη πρώτο, η μνήμη μου γύρισε σχεδόν δώδεκα χρόνια πίσω. Το 1993 στο Λουξεμβούργο όταν η Εθνική Ανδρών του Παναγούλια κέρδιζε 3-1 σε ένα αδιάφορο ματς, αφού ήδη είχαμε προκριθεί στο Μουντιάλ. Η πτήση της επιστροφής είχε τέσσερις ώρες καθυστέρηση. Σε μία γωνία στο αεροδρόμιο μιλούσα με τον Θοδωρή που τότε ήταν στις Ελπίδες. «Πρέπει να είναι ωραίο να περιμένεις πότε θα πας Μουντιάλ» μου έλεγε κοιτώντας μία παρέα των Ανδρών, που χαβαλέδιαζε. «Και εσύ θα πας» του λέω. «Πότε; Σε αυτό αποκλείεται, έχουν άλλη σειρά» ήταν τα λόγια του. «Θα έρθει και εσένα η ώρα σου» του είχα απαντήσει. «Μη βιάζεσαι».
Τη στιγμή του Εθνικού Υμνου έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται! «Τα έχουμε δει όλα» μου είπε κάποιος συνάδελφος που καθόταν πιο πλάι. Πού να ξέραμε τι θα ζούσαμε τις επόμενες 25 μέρες!
Το ματς ξεκίνησε. Ο Καραγκούνης δικαίωσε το... όνειρο του Χελάκη (ο οποίος επέμενε από την παραμονή πως θα σκοράρει η Τυπάρα) και μετά πήραμε και το πέναλτι με τον Γιούρκα. Ο Μπασινάς έστειλε τον Ρικάρντο από την άλλη. Είδα τους Πορτογάλους να κλαίνε. Αισθάνθηκα άσχημα με την παιδική φατσούλα που ξέσπαγε σε λυγμούς μόλις δέκα μέτρα πιο δίπλα μας στην εξέδρα. Τους είχαμε χαλάσει το πάρτι.
Επιστρέφοντας με τον Αλέξη Σπυρόπουλο στο ξενοδοχείο, το Πόρτο ήταν μία έρημη πόλη! Αδειοι δρόμοι χωρίς χορούς και τραγούδια. Πλην της Ριμπέιρα στο κέντρο. Εκεί οι Ελληνες είχαν στήσει χορό. Εκείνο το βράδυ αν οι παίκτες έμπαιναν σε ένα αεροπλάνο και γύριζαν στη χώρα, θα ήταν ήρωες έτσι κι αλλιώς. Φυσικά έμειναν εκεί. Και τη συνέχεια θα τη μαθαίνουν οι επόμενες γενιές σαν παραμύθι.
Με την Ισπανία, στην έδρα της Μποαβίστα βρήκαμε το γκολ από την εκπληκτική πάσα, σχεδόν 30 μέτρων του Τσιάρτα και το σουτ του Χαριστέα. Με τη Ρωσία στο Αλγκάρβε παραλίγο να πάθουμε το κάζο του αιώνα, πριν μας γλιτώσει ο Βρύζας. Στα νοκ άουτ η Γαλλία μας περίμενε, αλλά ο Χαριστέας βρέθηκε στην άκρη της σέντρας που έβγαλε (μετά από την απίθανη ντρίμπλα στον Λιζαραζού) ο Ζαγοράκης. Μόλις σφύριξε ο Φρισκ τη λήξη, βούρκωσα. Ηταν μία περίεργη αίσθηση.
Εμοιαζε παράλογο, αλλά πια πίστευα πως θα πάρουμε το Κύπελλο. Πίσω στο Πόρτο για τον ημιτελικό, με την καλύτερη ομάδα του τουρνουά, την Τσέχία. Την ώρα που ο Δέλλας έβρισκε την μπάλα με το κεφάλι, βγάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων στους δρόμους, ήμασταν πια σε άλλη διάσταση. Η Ελλάδα στον τελικό!
Την 4η Ιουλίου στην «πρωτεύουσα της Ελλάδας», όπως έλεγε στις περιγραφές ο Χελάκης, για τη Λισσαβώνα, η αισιοδοξία ξεχείλιζε από τα λόγια όλων μας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε άνθρωπος που έλεγε πως φοβάται το ματς. Οι Πορτογάλοι μας περιμεναν για τη ρεβάνς. Μία φορά τους κάναμε την πλάκα, τώρα ήταν η σειρά τους. Ετσι νόμιζαν. Και το έλεγαν. Το ματς δεν θα μπει ποτέ στο πάνθεον των ωραιότερων τελικών, αλλά -μεταξύ μας- ποιος ενδιαφέρεται; Για εμάς θα παραμένει αξέχαστος γιατί και στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι και για την ομορφιά: είναι απόλυτα υποκειμενικό ζήτημα.
Το γκολ του Χαριστέα μας απογείωσε. Την ώρα της απονομής τρίβαμε τα μάτια μας και τσιμπιόμασταν μήπως και δεν γινόταν πραγματικά αυτό που βλέπαμε. Στη μικτή ζώνη, λίγο αργότερα, ο Θοδωρής Ζαγοράκης μου έδινε να κρατήσω το Κύπελλο. Ηταν η απάντηση στη ρητορική ερώτηση αν η λογική ξεπερνά ποτέ τα όνειρα! Σε αυτή τη ζωή παίζουμε απευθείας το έργο και δεν υπάρχει χρόνος για πρόβες. Το έργο που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2004 στην Πορτογαλία κράτησε για σχεδόν ένα μήνα. Με κάθε ευκαιρία θα λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που έκαναν πραγματικότητα ακόμη και την πιο καλπάζουσα φαντασία.
ΠΗΓΗ: Sportday