Η φιλία του Μαραντόνα με τον τότε ισχυρό αρχηγό της Camorra ή με το clan των Τζουλιάνο ήταν η δεύτερη, αποδεδειγμένη απόδειξη ότι η Mafia, μετά την Πολιτική ή το Βατικάνο είχε απλώσει, για τα καλά τα πλοκάμια της και στον κόσμο της μπάλας.
 
Η πρώτη ήταν το ’80 όταν ο Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής της Αβελλίνο, Ζουαρί δεν δίσταζε να μπει στο Δικαστήριο, να πλησιάσει τον υπόδικο μαφιόζο Ραφφαέλε Κούτολο και να του δωρίσει ένα μετάλλιο, με την αφιέρωση, «Θα σε σέβομαι για πάντα». 
 
Έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια (2019) για να μάθουμε την αλήθεια, τι ακριβώς συνέβη με τη «Χρυσή Μπάλα» με την οποία το γαλλικό περιοδικό France Football είχε κατ’ εξαίρεση (γιατί έως τότε βραβεύονταν μόνο οι Ευρωπαίοι), τιμήσει τον Αργεντινό ως τον κορυφαίο παίκτη του Μουντιάλ ’86. Σύμφωνα με μαρτυρία του μετανοιωμένου Μικελάντζελο Μάτσα, η ληστεία ήταν «παραγγελία» του Κούτολο, αρχηγού της Καμόρρα του Αβελλίνο, ως αντίποινα για τον έλεγχο της Νάπολι από την πλευρά των Λο Ρούσσο. «Βρήκα όμως τα αγαπημένα σου σκουλαρίκια, όπως και 4 χρυσά ρολόγια», πρόσθετε στον Μαραντόνα που του απαντούσε «το ένα πάρτω πίσω, δεν είναι δικό μου»…    
 
Οι ιταλικές Cosa Nostra, Camorra και ‘Ndrangheta είναι τρεις από τις δεκάδες, αλλά ισχυρότερες, εγκληματικές οργανώσεις του κόσμου που αναγνωρίζονται με το κοινό ακρώνυμο της M.a.f.i.a: Mothers and Fathers Italian Association. (Μάφια, κι όχι Μαφία, γιατί το σημείο στίξης πάνω στο “i” δεν είναι τόνος). 
Κατά μία έννοια η «Οργάνωση» πρώτο ιδρύθηκε, στα τέλη του ‘700 με αποκλειστικό σκοπό τη διάδοση ενός δόγματος φαινομενικά αγνού και ρομαντικού, βασισμένου στην αξία, τον σεβασμό στην Οικογένεια και τους δεσμούς αίματος. Η’ μίας νοσταλγίας για το αντίο των μεταναστών στην πατρίδα, στην αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες όμως, κυρίως σε Νέα Υόρκη και Σικάγκο, αλλά και στην Αυστραλία η κατάσταση ξέφυγε, το δόγμα πήγε περίπατο κ η Μάφια έγινε γρήγορα συνώνυμο του οργανωμένου εγκλήματος.
 
Από τις τρεις, η πλέον βίαιη εκτιμάται πως είναι η καλαβρέζικη ‘Ndrangheta, που οφείλει την ονομασία της στην αρχαίο ελληνική, λόγω Magna Grecia λέξη «Ανδραγαθία». Ανδρεία, γενναιότητα, παλικαριά κ αξία μαζί, μόνο όμως τυπικά. Γιατί σύμφωνα με έρευνα της Demoskopika το ’13 η ‘Ndrangheta, η μοναδική δραστήρια και στις πέντε Ηπείρους είχε τζίρο 73δισ δολαρίων (το 3.5% του ιταλικού ΑΕΠ!), από ναρκωτικά, όπλα, πορνεία, τζόγο, εκβιασμούς, τοκογλυφία, απαγωγές, ξέπλυμα χρήματος, με 200 υπό οργανώσεις σε 30 χώρες και περισσότερους από 60.000 πιστούς «στρατιώτες». Κυρίως το ξέπλυμα χρήματος, με «καθαρότερη» κ ασφαλέστερη βιτρίνα εκείνη του ποδοσφαίρου.
 
«Αναμενόμενο, όπου υπάρχουν κέρδος, χρήμα, αλλά και λαϊκό πάθος να φυτρώσει και το οργανωμένο έγκλημα, λέει ο Ραφφαέλε Λάουρο, μέλος της βουλευτικής επιτροπής Άντι- Μάφια του Παλέρμο. Ακόμη και για τις Αρχές γίνεται σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσουν ένα μαφιόζικο, από ένα μη μαφιόζικο μπίζνες. Για τα συμφέροντά τους, το χρήμα, την κοινωνική αναρρίχηση ή τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες δεν υπάρχει καλύτερο εργαλείο από το ποδόσφαιρο για να χτιστεί ένας μακροχρόνιος δεσμός με τη λαϊκή βάση, αλλά και το περιβάλλον».      
 
Αυτονόητος ο τρόπος με τον οποίο η Μάφια είχε καταφέρει να μολύνει τον κόσμο της μπάλας: «μέσω των παράνομων στοιχημάτων», όπως παραδέχτηκε κάποτε ο Λο Ρούσσο σηκώνοντας σύννεφα υποψιών και για το Scudetto ’88 που η Νάπολι τελικά έχασε, στις τελευταίες αγωνιστικές. «Αν το’ παιρνε θα ήμασταν αναγκασμένοι να πληρώσουμε σε όσους πόνταραν τα διπλάσια απ’ ότι εάν το έχανε. Ευτυχώς που «ρέφαρα» με το Euro ’96. Ήμουν ο μόνος που έβγαλε εκατομμύρια παίζοντας σε συνδυασμό το 0-0 της Ιταλίας με τη Γερμανία στο Μάντσεστερ, το χαμένο πέναλτι του Τζανφράνκο Ζόλα, αλλά και την αποβολή του Στρουντζ». Κληρονομικό χάρισμα; Ας σοβαρευτούμε. 
 
Τα ηνία των Λο Ρούσσο πήρε αργότερα ο γιος του Αντόνιο που το ’14, από τις φυλακές της Νίκαιας παραδέχτηκε ότι είχε στήσει ένα Νάπολι- Πάρμα (2-3) του 2010 έναντι κέρδους εκατομμυρίων ευρώ. Πως αλλιώς θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αγορά ενός σκάφους 700 χιλ. ευρώ ή την παρουσία του στους Vip του Γκραν- Πρι της Φόρμουλα 1 στο Εστορίλ όταν, ο ίδιος δήλωνε… άνεργος;
 
Ο εκφυλισμός της μπάλας, τουλάχιστον στη Νότια Ιταλία ξεκίνησε όμως χτυπώντας τα πολύ χαμηλότερα στρώματα και συγκεκριμένα τα φυτώρια ή τις σχολές ποδοσφαίρου γιατί αρκούσε να πετύχεις τον σωστό παίκτη για να τον μοσχοπουλήσεις αργότερα, ελέγχοντας παράλληλα όλη του την καριέρα, αλλά και την προσωπική ζωή. Εκεί ακριβώς πόνταρε η Μάφια. Στον άγνωστο που θα εξελιχθεί σε ταλαντούχο. Γιατί εάν τον πουλούσε ήδη φτασμένο, θα’ ταν πολύ πιο εύκολο ν’ αναγνωριστεί το ποιος βρίσκεται από πίσω και κυρίως γιατί.
 
Χρυσές δουλειές έγιναν και στην περίοδο της Πανδημίας. Εκεί που όλοι βρίσκονταν σε καθεστώς  lock- down, οι επιτήδειοι έτρεχαν να βοηθήσουν, ναι μεν με φρέσκο χρήμα, αλλά και με αντάλλαγμα συμφωνίες του Διαβόλου, όσες ομάδες, κυρίως μικρότερων κατηγοριών είχαν αναπόφευκτα πληγεί από τον Covid.
 
Και που, υπό τον ορατό κίνδυνο λουκέτου, προτίμησαν να πέσουν στη φάκα των ψεύτο- σωτήρων χωρίς να υπολογίσουν ότι μακροπρόθεσμα χάριζαν στη Μάφια το τέλειο εργαλείο για να καρπωθεί κάπου, κάποτε την τεράστια τούρτα του λεγόμενου Merchandising. Με τηλεοπτικά δικαιώματα, αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών ή πακέτα εισιτηρίων. Πολλές φορές εν γνώσει και του φιλάθλου, που προκειμένου να δει την ομάδα του να κερδίζει αδιαφορεί πλήρως για το ποια είναι τα αφεντικά. Η’ εάν χρεοκόπησαν οι γίγαντες της ιταλικής εστίασης, Cirio και Parmalat που έως το 2000 χάρισαν τρόπαια, αλλά και την αίγλη μεγάλων ποδοσφαιριστών σε Λάτσιο και Πάρμα.
 
Η Mafia, λοιπόν άρχισε να παίζει μπάλα από το 1ο λεπτό, κι όχι από τον πάγκο. Η Camorra, που ετυμολογικά προέρχεται από το «Ca’ Morra», συντόμευση του αρχηγού (Capo) και τις ομώνυμης συνοικίας της Νάπολι που έδιναν ραντεβού οι πιτσιρικάδες της πόλης για να λύσουν, με το ξύλο τις διαφορές του είχε βρει στο πρόσωπο του Μαραντόνα το τέλειο, εξιλαστήριο θύμα της για ν’ ανοίξουν οι πόρτες του αθλητισμού, του θεάματος, αλλά και της πολιτικής. «Δεν ζητούσε τίποτα σπουδαίο, μόνο ‘πράμα’ και γυναίκες. Εκείνος όμως δεν κατάλαβε ή κατάλαβε όταν ήταν πλέον αργά, το μέγεθος του τιμήματος που βρέθηκε να πληρώσει», παραδεχόταν ο Λο Ρούσσο.
 
Κ η Σιτσιλιάνικη Cosa Nostra (δικό μας πράγμα, δική μας υπόθεση) επιχείρησε να βάλει το χεράκι της στα ποδοσφαιρικά δρώμενα της χώρας ελέγχοντας, πιθανότατα, όχι όμως αποδεδειγμένα αρκετές ομάδες του Νησιού, όπως την Παλέρμο, την Κατάνια ή τη Μεσσίνα.
 
Το επιχειρηματικό της ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί κυρίως στην απευθείας ανάθεση, χωρίς εννοείται διαγωνισμό μεγάλων δημοσίων έργων, αλλά και σε μία περίεργη, όσο σκοτεινή σχέση με το Βατικάνο, τον οποίο εξυπηρετούσε για να νομιμοποιεί ποτάμια χρημάτων μέσω off- shore εταιρίες έναντι αδρών τόκων και προμηθειών. Όταν όμως η Banco del Vaticano σταμάτησε τη «συνεργασία», το μήνυμα που έλαβε ήταν η θυσία της Εμανουέλα Ορλάντι, 15χρονης φοιτήτριας γυμνασίου, κόρης ενός υπαλλήλου του Βατικάνο την οποία απήγαγαν (συγκλονιστικό και το αφιέρωμα του Netflix) κι ακόμη και σήμερα αγνοείται από το μακρινό 1983.
 
Μάφια, λοιπόν και ποδόσφαιρο. Η Καμόρρα ίσως περισσότερο, η Κόζα Νόστρα ίσως λιγότερο. Πάντοτε όμως με τον ίδιο στόχο, το χρήμα και το κέρδος. Κι η μπάλα, όπως έλεγε ο Τζοβάννι Τραπαττόνι μπορεί να είναι γεμάτη μόνο με αέρα, γύρω της όμως κυκλοφορούν και θα κυκλοφορούν πάντα εκατομμύρια κ εκατομμύρια…