Είναι μία σκέψη, σύμφωνοι, άτοπη και μεταφορική, άστοχη όσο θέλετε αλλά «Ιούδες της μπάλας» υπήρξαν, υπάρχουν κι απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίζουν να υπάρχουν.
Πριν από μερικά χρόνια στο Λίβερπουλ, μόλις επισημοποιήθηκε η μεταγραφή του Φερνάνδο Τόρες στην Τσέλσι έκαιγαν και κατέστρεφαν επί μέρες, ασταμάτητα όχι μόνο τις φανέλες του, που οι οπαδοί κάποτε χρυσοπλήρωσαν, αλλά κι ό,τιδήποτε ισπανικό: από τις κόκκινο- πορτοκαλί σημαίες, έως παπούτσια (camper), μέχρι όμως κι εστιατόρια, αλλά κι αυτοκίνητα: Seat, κατά προτίμηση.
Αδύνατον να φανταστούμε, επίσης τι θα γινόταν εάν ο Τόρες άφηνε τη Λίβερπουλ για τη «μισητή» Μάντσεστερ Γιουνάιτιντ, όπως είχε κάνει κάποτε ο Ντένις Λόου, όχι μόνο επιλέγοντας να κλείσει την καριέρα του στη Σίτι, αλλά σκοράροντας σε βάρος των «κόκκινων διαβόλων» και καταδικάζοντάς τους στην ταπείνωση του υποβιβασμού.
Χαμός είχε γίνει, και πάλι στο Λίβερπουλ όταν η Έβερτον πούλησε τον Ρούνεϊ στη Γιουνάιτιντ. Ευτυχώς που δεν τον είχε δώσει στους «reds», γιατί η πόλη των Μπιτλς δύσκολα να υπήρχε σήμερα στον βρετανικό χάρτη. Δεν ήταν όμως οι μοναδικοί «Ιούδες», κι ούτε θα’ νε οι τελευταίοι.
Στην 1η θέση της ιδιαίτερης κατάταξης, των «δασκάλων της (ποδοσφαιρικής) απιστίας» βρίσκουμε, δικαιωματικά τον Λουϊς Φίγκο, που άφησε τη Μπαρτσελόνα για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν ήταν ο πρώτος: είχαν προηγηθεί ο Σούστερ κι ο Μίχαελ Λάουντρουπ, μετά ακολούθησε κι ο Ρονάλντο (άσχετα εάν μέσω Ίντερ πριν τα κάνει ακόμη χειρότερα υπογράφοντας, μετά τη Ρεάλ, στη Μίλαν). Ειδικά με τον «Πορτογάλο Ιούδα» όμως, οι οπαδοί των blaugrana θίχτηκαν σε τέτοιο βαθμό που, έχοντας πετάξει ό,τι αντικείμενο τους είχε απομείνει στο χέρι προσπάθησαν να τον πετύχουν με μία γουρονοκεφαλή, που για τους σημειολόγους δεν διέφερε και πολύ από τα (νεκρά) ψάρια με τα οποία οι μαφιόζοι έστελναν τα (τελευταία) τους μηνύματα.
Παραλίγο «λαϊκή εξέγερση» έλειψε να έχουμε και στο Μιλάνο όταν ο Σεβσένκο πουλήθηκε στην Τσέλσι. Η’ όταν, πάλι η Μίλαν είχε ήδη συμφωνήσει να παραχωρήσει τον Κακά στη Μάντσεστερ Σίτι, χωρίς όμως να… ενημερώσει τους οπαδούς της. Που απείλησαν μέχρι και με καταστροφή του «Duomo» ή της «La Scala» στην περίπτωση που ο Βραζιλιάνος άλλαζε φανέλα. Συνειδητοποιώντας τη (..μ) βλακεία του, ο Μπερλουσκόνι ματαίωσε άρον άρον τη μεταγραφή κι επειδή είναι… γάτα, μερικούς μήνες αργότερα τον πούλησε έτσι κι αλλιώς, και μάλιστα πιο ακριβά στη Ρεάλ Μαδρίτης.
Πάνω κάτω το ίδιο, πήγε να συμβεί στη Ρώμη όταν η Λάτσιο πούλησε τον Μπέπε Σινιόρι στην Πάρμα. Εκείνη την ημέρα καταστράφηκαν τόσα πολλά αυτοκίνητα στην «αιώνια πόλη» που ο τότε πρόεδρος Κρανιόττι δεν είχε άλλη επιλογή από τη ματαίωση της μεταγραφής. Τα ίδια, ίσως και χειρότερα συνέβησαν στη Φλωρεντία το ’89, όταν ο ιδιοκτήτης των «viola», κόμης Ποντέλλο πούλησε τον Ρομπέρτο Μπάτζο (χωρίς τη συγκατάθεσή του, μάλιστα μες στη νύχτα) στη Γιουβέντους.
Την επόμενη χρονιά, στην επιστροφή του στο «Αρτέμιο Φράνκι», ο Μπάτζο κέρδισε πέναλτι που αρνήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη να χτυπήσει. Με την κλασική, κυκλική κίνηση των χεριών του έκανε αμέσως σήμα στον πάγκο για αλλαγή, και όση ώρα περπατούσε προς τ’ αποδυτήρια οι οπαδοί των Viola τον σκέπαζαν με κασκόλ και μοβ γλαδιόλες σ’ ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ο Μπάτζο ευχαρίστησε, μάζεψε ένα κασκόλ, κάθισε στον πάγκο και ξέσπασε σε κλάματα. Για την ιστορία, εκείνη την ημέρα του ’91 η Γιουβέντους θα αστοχούσε σ’ εκείνο το πέναλτι, η Φιορεντίνα θα νικούσε 1-0, το θέμα είναι όμως ότι το σύνολο του ιταλικού ποδοσφαίρου είχε κερδίσει πολλά περισσότερα ως προς την ηθική και τι σημαίνει αγάπη και σεβασμός στα όποια χρώματα.
Δεν τελειώσαμε όμως εδώ. Το κέντρο της Μπολόνια αναφλέγει δύο φορές: το ’75 όταν ο Μπέπε Σαβόλντι πουλήθηκε στη Νάπολι (για το ρεκόρ, της εποχής, του 1 δις λιρετών) και το ’81 όταν ο Ρομπέρτο Μαντσίνι πουλήθηκε στη Σαμπντόρια.
Την ετικέτα του «Ιούδα της μπάλας» είχε πάνω του για χρόνια κι ο Γιόχαν Κρόιφ όταν άφησε τον Άγιαξ, για τη Φέγιενοορντ. Ο Ρομάριο, που από τη Φλαμένγκο βρέθηκε στη «μισητή» Φλουμινένσε, έστω κι αν μέσω Βάσκο Ντα Γκάμα. Ο Ούγκο Σάντσεζ, που άφησε τη Ρεάλ, για την Ατλέτικο Μαδρίτης. Ο Λουϊς Ενρίκε, τη Ρεάλ Μαδρίτης, για τη Μπαρτσελόνα. Ο Μο Τζόνστον, τη Σέλτικ για τη Ρέιντζερς, έστω κι αν (για τα μάτια του κόσμου), μέσω Ναντ. Ο Μάρκο Ταρντέλλι, από τη Γιουβέντους, στην Ίντερ, ο Μπονινσένια, αντίστροφα, ο Άλντο Σερένα, από τη Τορίνο, στη Γιουβέντους, ο Κόρντοβα, από τη Λάτσιο, στη Ρόμα. Ο Κανίγια κι ο Μπατιστούτα, από τη Ρίβερ Πλέιτ, στη Μπόκα Τζούνιορς που, τηρουμένου των αναλογιών θα μπορούσε κάλλιστα να παρομοιαστεί με τις περιπτώσεις Δεληκάρη, Κυράστα, Γαλάκου, Βαμβακούλα, Σαργκάνη ή Μητρόπουλο από τον Ολυμπιακό, στον Παναθηναϊκό.
«Ιούδες», λοιπόν της μπάλας πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Με μία όμως διαφορά: άλλοι το επεδίωξαν, όπως οι Φίγκο και Ρονάλντο, άλλοι αναγκάστηκαν, όπως ο Μπάτζο ή ο Σαβόλντι. Κι άλλοι πάλι, όπως ο Τόρες έριξαν ακόμη περισσότερο λάδι στη φωτιά δηλώνοντας, χωρίς καμία απολύτως αιδώ ότι «ανέκαθεν ονειρευόμουν να παίξω σε μία μεγάλη ομάδα»…
Σόκαραν κάποτε κι οι περιπτώσεις του Ιμπραχίμοβιτς, που όταν η Γιουβέντους υποβιβάστηκε αρνήθηκε να παίξει στη 2η κατηγορία και ζήτησε άμεση μεταγραφή στην Ίντερ. Ευτυχώς που τότε έμειναν οι Μπουφόν, Ντελ Πιέρο, Τρεζεγκέ γιατί η Β’ Εθνική είναι, κάθε άλλο από εύκολο πρωτάθλημα.
Απόδειξη αιώνιας αγάπης είχε δείξει, στη Ρόμα κι ο Φραντσέσκο Τόττι αρνούμενος δύο φορές να φύγει από το «Κολοσσαίο», μία για τη Μίλαν, μία για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Καμία σχέση με τον 23χρονο Νικκολό Ζανιόλο, ταλέντο των giallorossi και της εθνικής Ιταλίας, που μόλις ο Μουρίνιο τον απέκλεισε από την αποστολή του πρόσφατου 0-2 με την Λα Σπέτσια ζήτησε άμεσα μεταγραφή. Τόττεναμ, Μίλαν, αλλά και Παρί Σαν Ζερμέν έδειξαν αμέσως το ενδιαφέρον τους. Στο καλό. Το ότι είσαι ταλέντο, δεν σημαίνει ότι έχεις ωριμάσει κι από πλευράς χαρακτήρα…