Και όμως, στην παρθενική της συμμετοχή στη Serie B, η Sudtirol Fussbal Club θέτει, θεωρητικά σοβαρή υποψηφιότητα ακόμη και για μία ιστορική άνοδο στη Serie A, μαζί με την άπιαστη, πλέον Φροζινόνε, την Τζένοα, ή την Μπάρι, την Ρετζίνα του Φιλίππο Ιντσάγκι ή την Κάλιαρι του Κλάουντιο Ρανιέρι.
Παρόλο το οξύμωρο της υπόθεσης, την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος ή τις δυσκολίες και την αντιξοότητα είναι η ποδοσφαιρική ομάδα του Μπολτζάνο: Bozen στα γερμανικά. Κι η μοναδική της αυτόνομης, πολιτικά, οικονομικά, αλλά και φορολογικά περιοχής του Άλτο Άντιτζε, Sud Tirol στα γερμανικά, που κάποτε ανήκε στην Άυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία, αλλά στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου προσαρτήθηκε, με το ζόρι στην Ιταλία χωρίς να έχει την παραμικρή υποχρέωση ν’ αποδώσει στο ιταλικό κράτος ούτε ένα ευρώ. Κι ας την επισκέπτονται κάθε χρόνο, κυρίως την χειμερινή περίοδο περισσότεροι από 35εκ. τουρίστες.
Είναι μία ομάδα χτισμένη και φτιαγμένη με βάση το, αυστηρό γερμανικό μοντέλο, που ιδρύθηκε μόλις το 1995 και μέσα σε 28 χρόνια σταδιακά αναρριχήθηκε από την ερασιτεχνική κατηγορία, στην 4η, εδραιώθηκε στην 3η, από πέρυσι και στη 2η του ιταλικού πρωταθλήματος. Πως τα κατάφερε;
«Μα είναι απλό: χάρη στο μότο και την πολιτική μας των μηδενικών χρεών», θα πει ο πρόεδρος Γκέρχαρντ Κόμπερ, ένας από τους μισό εκατομμύριο Ιταλούς, αλλά με γερμανικό όνομα κατοίκους του Μπολτζάνο. Όπου το 69,4% μιλάει γερμανικά, το 26,6% ιταλικά και το 4% το Λαντίνο, μία αρχαίο- ρωμαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιείται κανονικότατα κυρίως στο Μπρέννερο και τους πρόποδες των Δολομιτών, την ευρύτερη περιοχή των τριπλών συνόρων Ελβετίας, Ιταλίας και Αυστρίας.
Ο πρώτος κανόνας, λοιπόν της ομάδας είναι «μηδέν χρέη». Ο δεύτερος, να μην υπάρχει ένας και μοναδικός πρόεδρος- ιδιοκτήτης, αλλά στο οργανόγραμμα μ’ επικεφαλής τον Κόμπερ και διευθύνοντα σύμβολο τον επίσης «Ιταλό», Ντίτμαρ Πφάιφερ, 32 μέλη: όλοι τους ντόπιοι επιχειρηματίες που με τη συνεργασία 245, πάντοτε ντόπιων χορηγών καλύπτουν το 40% της λειτουργικότητάς της με ισάξιες, οικονομικές υποχρεώσεις, αλλά και δικαιώματα ως προς την εκμετάλλευση των εταιριών τους μέσω της Σουντ Τιρόλ.
Το Άλτο Άντιτζε, λοιπόν, στα ιταλικά, Σουντ Τιρόλ στα γερμανικά, το Μπολτζάνο ή το Μπόζεν μετά το θαύμα της ιστορικής ανόδου στη Serie B βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας κι από την 4άδα ανόδου των μεγάλων του ιταλικού κάλτσο. Η ειρωνεία είναι, ότι ελάχιστοι φίλαθλοι, ζήτημα να είναι 4.500, από το σύνολο των 5.500 της χωρητικότητας του γηπέδου «Ντρούζο» ενδιαφέρονται για το εάν θα την πετύχουν ή όχι.
Οι μισοί εξακολουθούν να πανηγυρίζουν με τα γκολ της ομάδας χόκεϊ επί πάγου, που αφού κατέκτησε ό,τι υπήρχε στην Ιταλία λαμβάνει πλέον μέρος στο ανταγωνιστικότερο αυστριακό πρωτάθλημα. Κι οι υπόλοιποι, με την ομάδα του Τρεντίνο βόλεϊ, το χάντμπολ, το σκι, το αλπικό σκι ή το πατινάζ που κατά καιρούς είχαν χαρίσει στην Ιταλία παγκόσμιους πρωταθλητές κι Ολυμπιονίκες όπως οι Γκουστάβο Τόνι, Ράινχολντ Μέσνερ, Ιζόλντε και Καρολίνα Κόστνερ, Άρμιν Ζέγκελερ. Την ποδηλασία, με τους Φραντσέσκο Μοζέρ ή Μαουρίτσιο Φόντριεστ, τώρα τελευταία και το τένις με το Νο 15 του κόσμου, Γιάνικ Σίνερ.
Κόμπερ και Πφάιφερ όμως συνεχίζουν, ατάραχοι προς τον δρόμο που χάραξαν. «Ομολογώ πως μας τρόμαζε η ιδέα της Serie B, ενώ τη Serie A ούτε που την έχουμε σκεφτεί ακόμη: αν είναι όμως να’ ρθει θα είμαστε έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε και τη νέα πραγματικότητα. Το μυστικό είναι να μην δημιουργούμε χρέη γιατί η μπάλα είναι μία ηλεκτρική σκούπα που καταπίνει με άνεση και χωρίς να το συνειδητοποιήσεις ό,τι βρεθεί στο δρόμο της».
Για την ώρα, η Σουντ Τιρόλ ταξιδεύει στις ψηλές θέσεις του πρωταθλήματος. Μέχρι να το καταφέρει όμως, χρειάστηκε ν’ αλλάξει 4 προπονητές, σε διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, γιατί ο Κροάτης Ίβαν Γιάβορτσιτς, ο αρχιτέκτονας της ανόδου πήγε στη Βενέτσια, ο Ζάουλι, αντικαταστάθηκε το καλοκαίρι από τον Γκρέκο κι εκείνος, με τη σειρά του από τον Μπίζολι που μεταμόρφωσε την ομάδα σε σκληρό καρύδι για τον οποιονδήποτε αντίπαλο. Που λέει ο λόγος, ακόμη και για μία Μπάγερν Μονάχου ή μία Ίνσμπρουκ εάν φυσικά ποτέ, που ποτέ δεν ξέρεις στο ποδόσφαιρο, συναντηθούν…