Ήταν ο Τζόε Ντι Μάτζο, μαζί με τους Μπέιμπ Ρουθ, Λου Γκέριγκ, ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες μπέιζμπολ, όλων των εποχών, που οφείλει ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της φήμης του στον θυελλώδη, διάρκειας μόλις 274 ημερών, γάμο του με τη Μέριλιν Μονρόε. Στον τάφο της οποίας έστελνε, δύο φορές την εβδομάδα την αγαπημένη της, μισή ντουζίνα κόκκινα τριαντάφυλλα Baccarat: πάνω κάτω, 23.400, στα 37 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατό της (5 Αυγούστου του ’62), στο δικό του, ανήμερα της Γιορτής της Γυναίκας του ’99.
Εκατό χρόνια και, κάτι μετά τη γέννησή του ο Τζόε, όπως είχε τραγουδήσει κι Πολ Σάιμον “…παραμένει ακόμη εδώ. Δεν πήγε πουθενά. Κι η Αμερική εξακολουθεί να κοιτάζεται γύρω της, με απογοητευμένα μάτια, αναζητώντας τον…”.
Ήταν ένα σύμβολο, κι όχι μόνο για το μπέιζμπολ. Για γενιές Αμερικανών, υπήρξε η ζωντανή απόδειξη του κλισέ, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, αρκεί να το έχεις βάλει στόχο. Έτσι ακριβώς σαγήνεψε και τη Μέριλιν: την οποία ούτε γνώριζε ποια ήταν, ούτε και ήξερε τη δουλειά κάνει. Τη φωτογραφία της, για πρώτη φορά, την είδε σ’ ένα ημερολόγιο τοιχοκολλημένο στ’ αποδυτήρια των Γιάνκις: την ερωτεύτηκε, την έψαξε, τη βρήκε, την παντρεύτηκε και άσχετα εάν ο γάμος τους διήρκησε μόνο εννέα μήνες (μάλιστα, ύστερα από δική του πρωτοβουλία), εν τέλει αποδείχθηκε ο μοναδικός άνθρωπος που την αγάπησε πραγματικά, βαθύτατα κι ουσιαστικά.
Γεννημένος στις 25 Νοεμβρίου του 1914 στο Μαρτίνεζ (Καλιφόρνια), 8ο, εννέα παιδιών των Ιταλών μεταναστών, Τζουζέππε και Ροζαλία, ο Τζόσεφ Πόουλ “Τζόε” Ντι Μάτζο ντρεπόταν για την Σιτσιλιάνικη καταγωγή των γονιών του. Για την ταπεινή και φτωχική δουλειά του (ψαρά) μπαμπά του. Για το ότι δεν είχε ποτέ του, ούτε ένα σεντ, στην τσέπη. Ακόμη και για το ιταλικό του επίθετο, που οι συμμαθητές του, με δυσκολία κατάφερναν να προφέρουν “Ντι Μάτζιιοο”…
Για ένα πράγμα δήλωνε περήφανος, τον τόπο γέννησης του πατέρα του: Isola delle Femmine, το “Νησί των Γυναικών” το οποίο κι επιστράτευε συχνά, κάθε φορά που οι ρεπόρτερ προσπαθούσαν να τον “στριμώξουν” υπενθυμίζοντάς του, τόσο το ταλέντο μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι, όσο με το αδύναμο φύλο. Χιλιάδες οι γυναίκες που πέρασαν από την αγκαλιά του: καμία εντύπωση, για ένα τύπο που είχε καταφέρει να κατακτήσει τη δυσκολότερη καρδιά της εποχής κι ακόμη και σήμερα, κατεξοχήν κατ’ ευφημισμό, απόλυτο sex symbol…
Στο Σαν Φρανσίσκο από την ηλικία του ενός έτους, στα 19 του, κι αφού για να εξασφαλίζει καθημερινά, ένα κομμάτι ψωμί, πρώτα έκλεβε, και μετά ξανά πουλούσε εφημερίδες στο δρόμο, ο Ντι Μάτζο εντελώς τυχαία, αποφασίζει μία μέρα του ‘34 να παρακολουθήσει την προπόνηση του μεγάλου του αδελφού, Βινς που ήδη έπαιζε μπέιζμπολ στους Σαν Φρανσίσκο Σιλς.
Ζήτησε να δοκιμάσει. Του άρεσε. Ξανά πήγε, ξανά δοκίμασε, αλλά την ημέρα που του υποσχέθηκαν ένα επίσημο δοκιμαστικό μπροστά από τους scouters της Major League Baseball, ο Τζόε τραυματίζεται στο γόνατο, πέφτοντας από ποδήλατο. Οι scouts, αναγκαστικά τραβούν πάνω από το όνομά του μία κόκκινη γραμμή, εκτός από ένας: τον Μπιλ Έσικ των Γιάνκις: “Τζόε, εάν θέλεις υπογράφεις αμέσως συμβόλαιο μαζί μας, αλλά θα είναι σε ισχύ από το ’36, κι αφού πρώτα μου αποδείξεις ότι έπαιξες με αξιοπρέπεια, όλο το ’35 με τους Σιλς”.
Ο Τζόε έπαιξε το ’35, όχι απλά με αξιοπρέπεια, αλλά σαν “φαινόμενο” και το ’36, πράγματι μεταγραφόταν στους θρυλικούς New York Yankees, που για να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς σήμαιναν για τον πλανήτη μπέιζμπολ, ήταν και παραμένουν κάτι ανάμεσα σε Βραζιλία, Λίβερπουλ και Ρεάλ Μαδρίτης, για τους απλούς ποδοσφαιρόφιλους.
Το ’35 είχε τουλάχιστον ένα “hit” σε 61 συνεχόμενα παιχνίδια, ενώ το ρεκόρ που τον εκτόξευσε στην αιωνιότητα το πέτυχε ανάμεσα στις 15 Μαϊου και τις 17 Ιουλίου του ’41: 56 συνεχόμενα παιχνίδια, με τουλάχιστον μία “έγκυρη”: ένας εξωπραγματικός άθλος, με δεδομένο ότι συνήθως, ένας καλός παίκτης θα έχει μία έγκυρη μόνο μία φορά ανά δέκα.
Με τους Γιάνκις έμεινε 13 χρόνια, κατακτώντας 9 World Series, με μέσο όρο 325 χτυπήματα και 361 “εκτός γηπέδου”, ενώ το ’49 είχε γίνει ο πρώτος αθλητής της Ιστορίας που είχε φτάσει να βγάζει 100.000 δολάρια, το χρόνο. Η δημοτικότητά του είχε ήδη φτάσει κι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παρόλα αυτά εξακολουθούσε να νιώθει, και με το δίκιο του, άβολα κάθε φορά που οι αμερικανικές εφημερίδες ανέφεραν τον ίδιο, και τον Μουσσολίνι, ως τους δύο μοναδικούς Ιταλούς που γνωρίζει η Αμερική.
Σε αντίθεση με το τι πρόδιδαν το όνομά του κι η καταγωγή του, στην πραγματικότητα Ιταλός δεν αισθάνθηκε ποτέ. Από ένα σημείο, του ’54 και ύστερα, ούτε και το μπέιζμπολ τον πολύ ενδιέφερε. Ο κόσμος του ήταν η Μέριλιν, κυρίως μετά την 5η Αυγούστου του ’62, όταν η αγαπημένη του έκλεινε για πάντα τα μάτια της σε ηλικία μόλις 36 χρόνων.
Ο Ντι Μάτζο, που ούτε ξανά παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε ποτέ του παιδιά, κλείστηκε στον εαυτό του, απομακρύνθηκε απ’ όλους κι απ’ όλα, κι όταν οι Γιάνκις του πρότειναν να γίνει προπονητής, τους απάντησε “…έχω ήδη αρκετά, δικά μου προβλήματα για ν’ ασχολούμαι με τα προβλήματα των άλλων”.
Ένας αστικός μύθος, θέλει τον Ντι Μάτζο να της είχε ζητήσει να ξανά παντρευτούν, λίγες μόλις ημέρες πριν την (επισήμως, τουλάχιστον), αυτοκτονία της. Ενώ ένας ακόμη, ότι πριν κλείσει το φέρετρο της ψιθύρισε, τρεις φορές στο αφτί “Σ’ αγαπώ”.
Ένα είναι το βέβαιο, κι από μαρτυρία μάλιστα της ανιψιάς του Έμιλι, κόρης του αδελφού του Ντομ: “Επιτέλους θα ξανά δω τη Μέριλιν”, τα τελευταία λόγια ενός, ναι μεν συμβόλου και θρύλου, εν τέλει όμως, αφάνταστα μοναχικού κι αιώνια ερωτευμένου…