Παράδοξο όσο θέλετε, για ένα τόσο λαμπρό, μπασκετικό μυαλό, οι αριθμοί όμως επιβεβαιώνουν ότι στα 13 χρόνια παραμονής του στο τιμόνι των Χόρνετς, ο Air MJ δεν πέτυχε ούτε έναν, ικανό συνεργάτη ή προπονητή. Είδε τα playoffs μόνο τρεις φορές, δηλαδή με το σταγονόμετρο αποτυγχάνοντας παταγωδώς, τόσο στις ανταλλαγές παικτών, όσο στις επιλογές των drafts. Την είχε ξανά πατήσει και το 2001, μάλιστα με χειρότερο ακόμη τρόπο όταν ως υπεύθυνος μεταγραφών των Ουόσινγκτον Ουίζαρντς είχε απορρίψει ολόκληρους Γκαζόλ, Ράντολφ, Τζοε Τζόνσον, Γκίλμπερτ Αρένας και Τόνι Πάρκερ, τον οποίο τελικά απέκτησε, το ’19 για τα τελευταία του, όπως είθισται να λέμε, ένσημα.
Αξιοπερίεργο είναι, πράγματι το πώς ένας τόσο μεγάλος παίκτης κι ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών, μαζί με Καρίμ Αμντούλ Τζαμπάρ, Μάτζικ Τζόνσον, Λάρι Μπερντ, Μπιλ Ράσελ, Ουϊλτ Τσάμπερλεϊν ή ΛεΜπρον να μην είχε τη διορατικότητα να εντοπίσει τον σωστό συνεργάτη, προπονητή ή παίκτη. Κι από το 2010, χρονιά που απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών των Χόρνετς με 275 εκ. δολάρια, να επαναλαμβάνει το ένα λάθος μετά το άλλο, τη μία γκάφα μετά την άλλη έχοντας δημιουργήσει πίσω του μία ουρά από αποτυχημένες αποφάσεις και επιλογές, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την αντίστοιχη στους δρόμους του Σικάγκο όπου και εξελίχθηκε στον παίκτη φαινόμενο που θυμόμαστε.
Ευτυχώς που, στο ΝΒΑ δεν υποβιβάζεται κανείς γιατί επί των ημερών του, οι Σάρλοτ Χόρνετς συμμετείχαν στα playoffs μόνο το ’10, το ’14 και το ’16 χάνοντας δύο φορές 4-0 από Ορλάντο και Μαϊάμι και μία 4-3, πάλι από τους Χιτ αποτελέσματα αποκαρδιωτικά που τους δίνουν τον τίτλο της χειρότερης ομάδας του πρωταθλήματος, τίτλο, που έως τότε διατηρούσαν οι Σακραμέντο Κινγκς.
Το μόνο θετικό του Τζόρνταν στα 13 χρόνια παραμονής του στο Σάρλοτ ήταν ότι κατάφερε, η ομάδα που ιδρύθηκε το ’88, μετά μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη, έγινε Πέλικανς, μετά επέστρεψε στο Σάρλοτ, αλλά ως Bobcats, να ξανά πάρει την άδεια χρήσης του αρχικού της ονόματος χάνοντας ενδεχομένως ό,τι τίτλο είχε κατακτήσει μέχρι τότε. Μικρό το κακό, αφού τίποτα απολύτως δεν αναφέρεται στο palmares της.
Ούτε κι αυτό όμως στάθηκε αρκετό για να ξανά φέρει στην πόλη της Νορθ Καρολάινα τον απαραίτητο ενθουσιασμό. Εκεί ο κόσμος εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα να γεμίζει τις εξέδρες στα, κολεγιακά παιχνίδια των Dukes ή των Unc. Η’ των Blue Devils, των North Carolina State, των Tar Heels και των Wake Forest, που δεν είναι ομάδες μπάσκετ, αλλά… Αμέρικαν Φούτμπολ. Μετά γεμίζουν τον αυτοκινητόδρομο της πόλης για το φημισμένο αγώνα ταχύτητας Nascar κι αν περισσέψουν χρόνος, και χρήμα όλο και κάποιος, κάποιοι θα βρεθούν στις εξέδρες και του «Σπέκτρουμ», όχι τόσο για τους Χόρνετς, αλλά για να δούνε από κοντά τον εκάστοτε αντίπαλό τους.
«Στη ζωή μου αστόχησα σε περισσότερα από 9.000 σουτ, έχασα σχεδόν 300 παιχνίδια, οι συμπαίκτες μου, μου εμπιστεύτηκαν 26 φορές την κρίσιμη, τελευταία βολή και την έχασα. Γι αυτό και, στο τέλος κέρδισα τα πάντα», έλεγε κάποτε ο Μάικλ Τζόρνταν ως ίνδαλμα και παίκτη- φαινόμενο των γενιών που θ’ ακολουθήσουν. Ως ιδιοκτήτης- πρόεδρος όμως, απέτυχε πλήρως στην αποστολή του: γι’ αυτό εξάλλου και όρισε το οριστικό κι αδιαπραγμάτευτο του πωλητήριο στα 1.1 δις δολάρια. Με την ελπίδα οι επόμενοι επιχειρηματίες, Γκέιμπ Πλότκιν και Ρίτσαρντ Σναλ να καταφέρουν να μετατρέψουν τους Σάρλοτ σε πραγματικό κόσμημα της Νορθ Καρολάινα…