Τα παραδείγματα είναι αρκετά, από τον Ντάρκο Πάντσεφ, στον Χοσάμ Μίντο κι από τον Λούθερ Μπλίσετ, τώρα τελευταία και στον Ρομέλου Λουκάκου που με τα άχαστά του στο 0-1 από τη Φιορεντίνα, πάνω από τη γραμμή ή σε κενό τέρμα έμπλεξε για τα καλά, την Ίντερ και τον προπονητή της Σιμόνε Ιντσάγκι.
Η ειρωνεία είναι ότι είναι ο ίδιος, ακριβώς ποδοσφαιριστής που την περασμένη εβδομάδα, μέσα σε ένα 48ωρο είχε πετύχει χατ-τρικ στη Σουηδία, σ’ επίσημο αγώνα των προκριματικών του Euro ’24 κι αμέσως μετά ένα ακόμη γκολ στο νικηφόρο 2-3 του Βελγίου με τη Γερμανία. Είχε δώσει την εντύπωση πως ξανά βρήκε την παλιά του φόρμα, και «φονική» του συνήθεια. Κατά κάποιο τρόπο είχε εξιλεωθεί με τον κόσμο των «Κόκκινων Διαβόλων» που δεν θα του συγχωρέσουν εύκολα τα χονδροειδή του λάθη με το Μαρόκο, που είχαν στοιχήσει τον αποκλεισμό από τη συνέχεια του πρόσφατου Μουντιάλ.
Η χαρά των nerazzurri όμως, για την επιστροφή του Βέλγου- Κογκολέζου τους γίγαντα πνίγηκε νωρίς σ’ έναν ωκεανό λαθών από εκείνα που σε κάνουν, αυθόρμητα κι αντανακλαστικά να ουρλιάζεις το κλασικό «…μέχρι κι εγώ το’ βαζα». «Σύμφωνοι, είπε ο Ιντσάγκι στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εάν όμως πετύχαινε εκείνα τα δύο γκολ, σήμερα θα μιλούσαμε για άλλο παιχνίδι». Ναι αλλά, όχι μόνο δεν τα πέτυχε, τα έχασε με τρόπο που ούτε ένας 4χρονος δεν θα αστοχούσε στοιχίζοντας στη μεν Ίντερ τη 10η φετινή της ήττα στο Campionato, και 3η συνεχόμενη, στο δε προπονητή τη βεβαιότητα ότι οι ώρες του είναι πλέον μετρημένες. Εκτός κι αν (πλάκα θα’ χει), με τα γκολ του Λουκάκου κατακτήσει το φετινό Champions League. Δύσκολο, όχι όμως απίθανο.
Στην ιστορία των μεγαλύτερων «χασογκόληδων» όλων των εποχών πάντως, ο Λουκάκου δεν είναι μόνος, αλλά έχει εκλεχτή, μάλιστα παρέα. Το ’92 ο Ντάρκο Πάντσεφ αυτοπαρουσιάστηκε στους οπαδούς, ποιάς άλλης, της… Ίντερ με το παρατσούκλι «κόμπρα», γιατί με 84 γκολ σε 92 παιχνίδια είχε βοηθήσει τον Ερυθρό Αστέρα να κατακτήσει το πρώτο Champions League της μετά Πρωταθλητριών εποχής και τον εαυτό του να κερδίσει το βραβείο του «χρυσού παπουτσιού». Στο Μιλάνο όμως, η κόμπρα μεταμορφώθηκε σε σαύρα: γιατί σε τρία χρόνια, και 19 μόλις παιχνίδια πέτυχε τη μιζέρια τριών μόνο γκολ.
Με ιδιαίτερη αλαζονεία εμφανίστηκε κάποτε στη Ρόμα κι ο Αιγύπτιος Μίντο, δηλώνοντας βέβαιος ότι ήταν καλύτερος κι από τον Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς με τον οποίο είχαν συμπέσει τις δύο προηγούμενες σεζόν στον Άγιαξ. Τελικά, ο «Φαραώ» μες στην περιοχή αποδείχθηκε… μούμια, σε οκτώ παιχνίδια πέτυχε μηδέν γκολ. Και για να συνειδητοποιήσουμε το πόσο χρήσιμος ήταν στην ομάδα, μία μέρα η αποστολή τον ξέχασε στο αεροδρόμιο και πέταξε χωρίς τον «γκολτζή» της.
Στη δεκαετία του ’80, ο Τζαμαϊκανός επιθετικός, αλλά νατουραλιζέ Άγγλος, Λούθερ Μπλίσετ αποκτήθηκε από τη Μίλαν, μία περιουσία με την ελπίδα να συνεχίσει και στην Ιταλία να φουσκώνει τα αντίπαλα δίκτυα όπως είχε κάνει και στη Ουότφορντ. Πέτυχε μόνο 5 γκολ, η Μίλαν υποβιβάστηκε, έχασε όμως τόσα πολλά, και με απίθανο τρόπο που δεν άργησαν να του κολλήσουν την ετικέτα «Miss It», εν ολίγοις χάστω. Αξέχαστο, στις μνήμες των rossoneri θα μείνει ένα χαμένο του γκολ, σε κενό τέρμα, έχοντας πρώτα καταφέρει να φάει τρικλοποδιά από την ίδια τη μπάλα. Ήταν τέτοια η μαεστρία του απίθανου λάθους, που μερικά χρόνια αργότερα μία ομάδα συγγραφέων, στην προσπάθειά της να προκαλέσει μία πολιτιστική αναστάτωση αποφάσισε να μετονομαστεί σε «Luther Blisset».
Στη Μίλαν αγωνίστηκε, στη δεκαετία του ’70 και κάποιος Ετζίντιο Καλλόνι, που είχε βαπτιστεί από τον Τύπο ως «τρόμος και φόβος των ball- boys», για τη μοναδική του ικανότητα να πετυχαίνει ό,τι δεν έπρεπε, τα παιδάκια που μαζεύουν τις μπάλας, τον τερματοφύλακα ή το δοκάρι, εκτός από το αντίπαλο, εννοείται κενό, τέρμα. Ενώ μετά τον «δικό» μας, Λάγιος Ντέταρι, που είχε καταφέρει να υποβιβάσει Μπολόνια, Τζένοα, αλλά και την Ανκόνα μαζί, ιστορία στο μεγάλο λιμάνι της Αδριατικής είχε γράψει το 2004 κι ο Βραζιλιάνος Μάριο Ζαρντέλ.
Για την ακρίβεια το φάντασμα του ποδοσφαιριστή που είχε γνωρίσει η Ευρώπη κάποτε στην Πόρτο, τη Γαλατάσαραϊ και την Σπόρτινγκ Λισσαβόνας, τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στην Πορτογαλία, δύο νικητή της «χρυσής μπάλας» που ξεμπάρκαρε στην Ανκόνα υπέρβαρος, κατά 15 κιλά και ήδη βυθισμένος στον κόσμο των πάσης φύσεως καταχρήσεων. «Είναι αλήθεια, είχα ήδη ξεκινήσει τις ουσίες, αλλά το’ κανα μόνο καλοκαίρι, για να μην με πιάσουν στο άντι- ντόπινγκ», είχε τουλάχιστον την... τιμιότητα να παραδεχτεί. Τέλος πάντων, αγωνίστηκε στο Campionato μόνο τρεις φορές και τη μόνη φορά που βρέθηκε σε θέση για γκολ, υπερέβαλλε στο σπριντ, τραυματίστηκε και πάει. Δύσκολο, πράγματι το επάγγελμα του «χασογκόλη». Αυτό με το Λουκάκου, πάντως, δείτε το και ξανά δείτε το. Όχι απλά δεν γίνεται, αλλά δεν γίνεται να χαθεί…