Δυστυχώς, για τους μεν (αδικημένους) ή ευτυχώς για τους δε (δικαιωμένους), τα τελευταία χρόνια η Ιστορία της ελληνικής μπάλας απασχόλησε τα εδώ πρωτοσέλιδα, όχι τόσο για το ακαταμάχητο ή ζηλευτό, ποδοσφαιρικό της προϊόν, όσο για τα σύννεφα καχυποψίας που σχηματίζονταν συχνά, πυκνά πάνω από τα γήπεδα. Για τα λάθη, άλλα ηθελημένα, άλλα πάλι ορθώς… λανθασμένα με τα οποία, στο τέλος δικαιώνονταν μόνο οι λεγόμενοι «μεγάλοι», την ώρα που οι κραυγές απελπισίας και αδικίας των «μικρών» πνίγονταν στις Καλένδες.
Το ιδανικό θα ήταν, κάπου, κάποτε σε τούτη τη χώρα να γινόταν μία σοβαρή δημοσκόπηση για να μπορέσει επιτέλους ο καθένας, είτε είναι παίκτης, είτε διαιτητής να εξομολογηθεί στο Πανελλήνιο την ομάδα της καρδιάς του. Κι όταν τυχόν τη συναντήσει να της φερθεί δίκαια, 50-50 ανακτώντας κι ο ίδιος τη χαμένη αξιοπιστία που έθρεφε ο κόσμος προς το πρόσωπό του. Ανάλογο πείραμα σε μορφή γκάλοπ είχε γίνει και πριν από μία 20ετία στην Ιταλία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα λάθη γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται.
Ο Πιερλουϊτζι Κολλίνα, που δεν είχε γίνει ακόμη ένας τους καλύτερους διαιτητές όλων των εποχών, δεν δίστασε να εκδηλώσει την αγάπη του για τα χρώματα της Λάτσιο. Ο Τζοβάννι Τραπαττόνι προπόνησε τη Γιουβέντους 15 χρόνια, άπαντες όμως γνώριζαν ότι ήταν Μίλαν. Ο Ρομπέρτο Μπάτζο ξεκαθάρισε από την αρχή ότι ήταν Ίντερ, αλλά μεγαλούργησε στη Γιουβέντους. Ενώ ένας άλλος Ρομπέρτο (Μούτσι), πρώτο μπήκε κάποτε στ’ αποδυτήρια της Ρόμα με κολιέ του αετού της Λάτσιο. Δεν έγινε απολύτως τίποτα. Απλά το είδε ο Μπρούνο Κόντι και του λέει «σέβομαι το τι ομάδα είσαι, αλλά εδώ μέσα, για να παίξεις θα βγάλεις εκείνο το κοτοπουλάκι που έχεις στο λαιμό σου».
Δυστυχώς ή ευτυχώς, σ’ αυτόν τον τόπο επικρατούν χρόνια η άποψη κι η νοοτροπία ότι το αποτέλεσμα του αγώνα είναι ήδη προκαθορισμένο, πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι. Και γι’ αυτό το κλίμα, μόνιμης καχυποψίας ή ατελείωτου κυνηγιού φαντασμάτων ευθύνονται σωρεία κοινωνιολογικών φαινομένων, η Παιδεία, η ατομική καλλιέργεια, τα ήθη και έθιμα ετών, αλλά και αιώνων.
Από τη μία, λοιπόν ο Έλληνας δεν εμπιστεύεται εύκολα ούτε τον… Έλληνα, γιατί τότε να εμπιστευτεί τον οποιονδήποτε ξένο, τον χ.ψ. Λευκορώσο Κουλμπάκοφ που έκανε δύο τραγικά λάθη, στην ίδια φάση που ούτε Έλληνας δεν θα έκανε; Ο προπονητής του ΠΑΟΚ, να μεν μπορεί να αιτιολόγησε το ακυρωθέν γκολ της ΑΕΚ ως φάουλ που είχε προηγηθεί σε βάρος του Αουγκούστο. Γιατί όμως τότε ο διαιτητής δεν το σφύριξε, διέταξε συνέχεια της φάσης και μόλις η μπάλα μπήκε στα δίκτυα δεν το μέτρησε; Για ποιο ακριβώς λόγο θα’ πρεπε ο κάθε Κουλμπάκοφ να θεωρείται καλύτερος από έναν Έλληνα συνάδελφό του;
Το θέμα είναι ότι η ΑΕΚ έτσι κι αλλιώς πήρε αυτό που ήθελε στην «Τούμπα». Κι ότι σε συνδυασμό με τις ζημιές που έκαναν, ο Βόλος στον Παναθηναϊκό κι ο Άρης στον Ολυμπιακό, από δω και πέρα τα play-offs θα πάρουν κυριολεκτικά φωτιά, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που όλα μπορούν να συμβούν. Άπαντες μπορεί να κατακτήσουν το πρωτάθλημα. Άπαντες όμως και να το χάσουν.
Το βέβαιο είναι, επίσης ότι σε σχέση με προηγούμενα χρόνια το ελληνικό ποδόσφαιρο δείχνει σταδιακά σημάδια ανάκαμψης προς το αμέσως επόμενο level. Ότι το 0-0 του Βόλου στη «Λεωφόρο» και το 2-2 του Άρη στο «Καραϊσκάκης» αποσιώπησαν, εν μέρει τις κακές γλώσσες που ήθελαν τις δύο συγκεκριμένες ομάδες να παίζουν τον ρόλο, κατά κάποιο τρόπο των «δορυφόρων» τους. Ο μεν Άρης γιατί έκοψε φέτος αρκετούς βαθμούς από τον Ολυμπιακό, ο δε Βόλος γιατί μετά τις τέσσερις ήττες, σε ισάριθμα παιχνίδια μέσα- έξω με τον Παναθηναϊκό έφυγε από την Αθήνα μ’ έναν ανέλπιστο βαθμό.
Είναι δεδομένο ότι έφταιξε και το χαμένο πέναλτι του Σπόραρ, στο 97’. Για το δίκαιο της υπόθεσης όμως, να μην ξεχνάμε ότι, πάνω κάτω στο ίδιο λεπτό είχαν καταφέρει οι «πράσινοι» να νικήσουν φέτος στα Γιάννενα ή να ισοφαρίσουν τον Ολυμπιακό, επίσης με πέναλτι. Πέναλτι, ναι μεν καθαρό, αλλά που χρίζει απόλυτης ψυχρότητας και ψυχραιμίας για να το σφυρίξεις στο ενενήντα φεύγα. Ο Έλληνας Μανούχος την είχε: κι ας είχε ακούσει επί μήνες τα εξ αμάξης για το σωστό ή λάθος μέτρημα των δοκαριών στο Περιστέρι, πριν το παιχνίδι του Ατρόμητου με την ΑΕΚ.
Μπορεί να έφταιξε και το άτολμο στήσιμο του Γιοβάνοβιτς, αλλά ο κάθε προπονητής δουλεύει με ό,τι έχει στη διάθεσή του. Και αν αναλογιστούμε ότι, από τις τέσσερις υποψήφιες για τον τίτλο, ο Παναθηναϊκός έχει το χαμηλότερο budget απ’ όλους, μόνο πετυχημένη θα πρέπει να θεωρηθεί η φετινή του πορεία, ανεξαρτήτου τελικού αποτελέσματος. Ακριβώς αντίθετη είναι η συζήτηση για τον Ολυμπιακό, όπου το ρόστερ μπορεί να σφύζει από ταλέντο, αλλά χωρίς κατάλληλο ενορχηστρωτή.
Το θέμα μας όμως δεν είναι το εάν και το πότε ο χ.ψ Μίτσελ γυρίσει σπίτι του. Αλλά το πότε θα ξανά δούμε ντέρμπι με ελληνική σφυρίχτρα γιατί πέρα από, ιδιαίτερα δαπανηροί κι ασύμφοροι, οι διάφοροι Κουλμπάκοφ δεν είδαμε ν’ ανήκουν σε καμία απολύτως ξεχωριστή elite που να δικαιολογήσει την πλήρη απαξίωση του Έλληνα διαιτητή…