Μπορεί να μην φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά έχουν ομοιότητες οι πορείες και των τεσσάρων, συγκεκριμένων «ομάδων». Ομοιότητες ως προς τις αυτοκτονικές, αθλητικά μιλώντας τάσεις ή την κατάρρευση της λεγόμενης τελευταίας στιγμής. Τον τρόπο με τον οποίο κρατούσαν ή νόμιζαν πως κρατούσαν στα χέρια τους τη βεβαιότητα της νίκης, μέχρι να ξυπνήσουν από το όνειρο, κι από τα συννεφάκια τους να ξανά προσγειωθούν απότομα στη ρεαλιστική, σκληρή όσο θέλετε, αλλά γήινη πραγματικότητα.

Αυτή είναι εξάλλου και η άγρια ομορφιά του αναπάντεχου, της τελευταίας στιγμής, του γκολ στο 90’ με πέναλτι ή του ανέλπιστου 3ποντου στα 2 δευτερόλεπτα, που είσαι βέβαιος ότι θα βρει στεφάνη, αλλά τελικά μπαίνει στο δίχτυ ακυρώνοντας ό,τι, ομολογουμένως  καλό κι εντυπωσιακό είχες κάνει κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος ή δεν χάνει απαραιτήτως ο χειρότερος: κερδίζει όμως ο πλέον πεπειραμένος. Εκείνος που δεν φοβάται να ζαλιστεί ή να πέσει από την κορυφή, μόλις βρεθεί στα ψιλά και έχει μάθει να διαχειρίζεται καλύτερα την όποια πίεση μπορεί να δέχεται από τους κυνηγούς του.  

 Κάπως έτσι την πάτησε κι ο Παναθηναϊκός, όταν τον Χειμώνα βρέθηκε να έχει ένα +5 ασφαλείας από τους υπόλοιπους, και που ίσως να κατακτούσε το πρωτάθλημα εάν δεν έμπαινε στη μέση η ατελείωτη διαδικασία των play- offs. Δεν σημαίνει όμως, ακόμη και να στεφόταν πρωταθλητής ότι μέχρι τότε ήταν καλύτερος ή είχε παίξει το ωραιότερο, για τον εδώ μικρόκοσμό μας ποδόσφαιρο.

 Κάθε άλλο: μέχρι κι ο ίδιος δεν είχε πλήρως συνειδητοποιήσει το πώς είχε καταφέρει, με μία όχι και τόσο ακαταμάχητη ομάδα, όχι μόνο να βρίσκεται στην κορυφή, αλλά και να κρατάει σε απόσταση τις όποιες υπόλοιπες. Μετά πήγε στο Φάληρο, έχασε κι επειδή ο ηττημένος ψάχνει πάντα διαφόρων ειδών δικαιολογίες απέδωσε την απώλεια του τίτλου στο 1-0 από τον Ολυμπιακό. Και όχι στο πλεονέκτημα που είχε λίγους μήνες νωρίτερα, που ο ίδιος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί και που, σωστά οι αντίπαλοι ροκάνισαν. Έτσι ακριβώς την έπαθε και η Άρσεναλ: τον Ιανουάριο βρισκόταν στο +8 από τη Σίτι, μετά ξεφούσκωσε, δεν άντεξε το βάρος της επιτυχίας, έχασε (0-3 από τη Μπράιτον), το μοναδικό παιχνίδι που δεν έπρεπε να χάσει και τελικά ο τίτλος γλίστρησε μέσα από τα ίδια της τα χέρια.

 Κατά κάποιο τρόπο, τα κροκοδείλια δάκρια των «πρασίνων» θα μπορούσαν να παρομοιαστούν μ’ εκείνα των «κόκκινων» του Σύριζα που έσπευσε να βρει δικαιολογίες, τα’ χα μου δήθεν σε «αυτοκτονικές» συμπεριφορές της τελευταίας στιγμής στελεχών του. Και όχι στην παντελή απουσία προτάσεων ή λύσεων της πολιτικής του, των τελευταίων εφτά, έξι ετών ή και της 4ετίας. Μία απραξία, μία κοινωνική αδιαφορία ή και μία απραγία που πλήρωσε με τον χειρότερο τρόπο, παράλληλα στρώνοντας με ροδοπέταλα τον δρόμο των αντιπάλων.

 Αντικειμενικά ή και υποκειμενικά, η πολιτική των επιδομάτων και του «δώσε τα ψίχουλα στον λαό», όχι μόνο είναι ξεπερασμένη, αλλά κατά κάποιο τρόπο και ιδιαίτερα προσβλητική. Αυτή είναι όμως και η έννοια της Δημοκρατίας, να σέβεσαι την επιλογή των περισσοτέρων. Και την στρατηγική του πλέον έμπειρου. Είτε λέγεται Ρεάλ Μαδρίτης, είτε Μάντσεστερ Σίτι που θα σε περιμένει καρτερικά, στη γωνία έτοιμος να σε κατασπαράξει στο πρώτο σου στραβοπάτημα…