...Εάν συμφωνήσουμε με την άποψη ότι, η σωστή προφορά είναι στην ουσία, η μισή γλώσσα τότε, ακόμη και μέσω της ελληνικής γραφής θα’ πρεπε να προσπαθήσουμε, ν’ αποδώσουμε όσο περισσότερο γίνεται, ονόματα, πόλεις, ομάδες ή πρόσωπα όπως προφέρονται στις γλώσσες τους. Δεν είναι εύκολο. Και δεν ισχύει για όλες. Τον Βαν Γκογκ, για παράδειγμα, στην Ολλανδία το προφέρουν Φαν Χοκ. Η πόλη ή η ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα της Empoli, στα ελληνικά γράφεται με μπ- όπως ακριβώς και το Eboli, αλλά γεωγραφικά βρίσκονται η μία στην κεντρική Ιταλία, η άλλη στο Νότο.
Το παράδειγμα της Γιουνάιτιντ είναι από τ’ απλούστερα, αλλά και τα πλέον διαδεδομένα ως προς τη λανθασμένη τους γραφή. Κι αυτό γιατί, στ’ αγγλικά, τουλάχιστον τα Οξφορδιανά, γιατί στο Μάντσεστερ, και στο Λίβερπουλ έχουν πιο βαριά προφορά και πράγματι το λένε Γιουνάιτεντ: το United όμως (ως ενωμένοι, από το ρήμα Unit) προφέρεται, στο Λονδίνο ως Γιουνάιτιντ.
Τα παραδείγματα «σωστού ή λάθους;» είναι εκατοντάδες, αλλά τα πλέον συνηθισμένα κι επαναλαμβανόμενα, τουλάχιστον για τα εδώ δεδομένα είναι συγκεκριμένα.
Ας πάρουμε την περίπτωση της «Αντίντας»: σωστό ή λάθος; Λάθος: γιατί η συγκεκριμένη, γερμανική εταιρία ιδρύθηκε από τον Άντι Ντάσλερ, άρα ο τόνος πάει στο Ά και κατά συνέπεια το σωστό θα ήταν να την προφέρουμε «Άντιντας». Προς Θεού, ο καθένας ας την πει όπως ακριβώς θέλει. Εξάλλου, τόσο οι Άγγλοι, όσο οι Αμερικάνοι την προφέρουν «Αντίντας». Γιατί όμως; Ο λόγος είναι απλός: γιατί, όπως εξάλλου γίνεται και στην Ελλάδα «μπερδεύουν» το σημείο στίξης του γράμματος «ιώτα», με τόνο, άρα πιστεύουν ότι τονίζεται σ’ εκείνο το σημείο.
Λανθασμένη προφορά είναι επίσης το Ρίο ντε Τζανέιρο, ενώ το σωστό είναι «Ζανέιρο». Το Κλαούντιο= Κλάουντιο. Το Ταγκό= Τάνγκο. Το Μαφία, πανομοιότυπη περίπτωση με το Αντίντας, γιατί οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τονίζεται στο ιώτα. Κι όμως, Μάφια είναι το σωστό και για ένα επιπλέον λόγο: γιατί δεν είναι λέξη αυτούσια, αλλά αρχικά: M (Mothers) A (And) F (Fathers) I (Italian) A (Association).
Ένα ακόμη συχνό λάθος είναι να προφέρεται το ιώτα στα ιταλικά ονόματα. Προσοχή, γράφεται, αλλά δεν προφέρεται. Για παράδειγμα, δεν είναι Τζιάννι, αλλά Τζάννι. Δεν είναι Τζιόρτζιο, αλλά Τζόρτζο. Δεν είναι Μπάτζιο, αλλά Μπάτζο. Δεν είναι Φότζια, αλλά Φότζα. Δεν είναι Ρέτζιο, αλλά Ρέτζο (Καλάμπρια ή Εμίλια). Δεν είναι Παρμιτζιάνο, αλλά Παρμιτζάνο. Για να μην πολυλογούμε: στο Μπέρμινγκαμ και στο Νόττινγκαμ, δεν υπάρχει γχ-, ούτε Γκράχαμ: υπάρχει όμως ο Γκρέιαμ.
Επιστρέφοντας πάλι στα δικά μας και φέροντας ατάκτως ειρημένα παραδείγματα, το «Χατ-Τρικ» είναι ο όρος που συνήθως χρησιμοποιούμε ή γράφουμε για να περιγράψουμε έναν ποδοσφαιριστή που πέτυχε τρία γκολ στον ίδιο αγώνα. Για τους Άγγλους όμως, που το δανείστηκαν το μακρινό 1853 από το Κρίκετ, «Χατ-Τρικ» είναι ένα γκολ με το δεξί πόδι, ένα δεύτερο με το αριστερό και ένα τρίτο με κεφαλιά. Μικρό το κακό. Μικρή και η διαφορά.
Αντίθετα, μεγάλη έως πολύ μεγάλη διαφορά είναι η επιμονή, η εμμονή, σχεδόν η άρνηση αρκετών να μην συνειδητοποιούν (με τίποτα όμως!), ότι το δεύτερο ημίχρονο ενός αγώνα δεν λέγεται «Επανάληψη», για τον απλούστατο λόγο ότι, σε καμία περίπτωση δεν… επαναλαμβάνεται το πρώτο 45λεπτο. Εάν όμως επιμένουν, ας το λένε τουλάχιστον «Επανεκκίνηση» του παιχνιδιού. Ενώ λάθος θεωρείται και ο όρος, «τελευταίο σφύριγμα», γιατί ένας διαιτητής σφυρίζει μία φορά στην αρχή του αγώνα, δύο στο ημίχρονο και τρεις στο τέλος. Λεπτομέρειες; Μπορεί. Εκείνες όμως, δεν κάνουν τη διαφορά;
Σε έναν κόσμο γεμάτο λέξεις, θα μπορούσαμε να γράφουμε μέχρι αύριο τι θεωρείται σωστό και τι λάθος. Άλλοι, φυσικά να διαφωνήσουν, άλλοι πάλι να συμφωνήσουν. Το βέβαιο είναι ότι, σε καμία περίπτωση δεν κάνουμε τον Καθηγητή Μπαμπινιώτη, στη θέση του, απλά η κατάρτισή του, οι γνώσεις του και το «σκάψιμο» χρόνων που αφιέρωσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος στη γλώσσα κάποια στιγμή μας βοήθησε στο να καταλάβουμε, για παράδειγμα το γιατί, τόσα χρόνια λανθασμένα ονομάζαμε τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, «Στήλες».
Διαδεδομένο είναι επίσης και το Παλμαρέ. Πολλοί θεωρούν ότι είναι γαλλική λέξη, άρα ως τέτοια δεν παίρνει τελικό σίγμα. Είναι όμως λατινική και σύνθετη: Palma (χέρι) και Res (πράγματα): μεταφορικά δηλαδή τα πράγματα που κουβαλάει κανείς στη ζωή του, που έχει πετύχει. Και που σήμερα ονομάζουμε βιογραφικό ή και Curriculum. Το σωστό, λοιπόν θα ήταν «Παλμαρές», γιατί οι ξένες λέξεις δεν κλείνονται.
Λεπτομέρειες, επίσης. Μικρό το κακό. Εδώ που τα «λέμε», όταν τα αφτιά μας, δυστυχώς ή ευτυχώς έχουν ακούσει τερατουργήματα τύπου «τα ταξιά» ή τους «στιλούς» ή τα «βίντεα», όλα τα υπόλοιπα, ως δια μαγείας μεταμορφώνονται σε απλά πταίσματα…