Για τους «Giallorossi» ήταν ο δεύτερος συνεχόμενος, ευρωπαϊκός τελικός μετά το περυσινό Conference League και δεύτερος που κρίθηκε στην ψυχοφθόρο διαδικασία των πέναλτι μετά το ’84, από τη Λίβερπουλ μες στο «Ολύμπικο» όταν ακόμη ο κανονισμός επέτρεπε στους τερματοφύλακες, όπως τότε ο Μπρους Γκρόμπελαρ να κάνουν ό,τι «καραγκιοζιλίκι» ήθελαν κάτω από τα δοκάρια, στην προσπάθειά τους να υπνωτίσουν όποιον αντίπαλο είχαν απέναντί τους στα 11 μέτρα.
Αυτή τη φορά, και με πλέον σαφή τον κανονισμό περί πλήρους ακινησίας ο Τέιλορ, αλλά και το Var επινόησαν μία υποτιθέμενη αντίδραση του Ρουϊ Πατρίσιο πριν ο Μοντιέλ εκτελέσει το κρίσιμο και τελευταίο πέναλτι. Την πρώτη αστόχησε, ακριβώς όμως επειδή… αστόχησε ο Άγγλος διαιτητής διέταξε επανάληψη, κι αναπόφευκτα, τη δεύτερη έστειλε τη μπάλα στα δίκτυα και τη Σεβίλλη στα ουράνια. Ούτε η Ρεάλ Μαδρίτης να ήταν: 7 παρουσίες σε τελικό, 7 τρόπαια από τα οποία, τρία συνεχόμενα, το ’14, το ’15 και το ’16. Μπράβο της, αλλοίμονο, αυτή τη φορά όμως δεν το άξιζε.
Για κάποιο λόγο, ο τελικός της Βουδαπέστης είχε ήδη κριθεί πολύ πριν οι εξουθενωμένες, από κράμπες, έλλειψη δυνάμεων, τραυματισμούς ή κομμένα χείλια (όπως του Ιμπάνιες, ύστερα από αγκωνιά του Λαμέλα), ομάδες στήσουν τη μπάλα στη λευκή βούλα.
Είχε κριθεί όταν η Σεβίλλη ισοφάρισε, το γκολ του Ντιμπαλά, με αυτογκόλ του Μαντσίνι: κακός, πολύ κακός οιωνός για ό,τι θα ακολουθούσε. Όταν ο Τέιλορ αρνήθηκε ένα γιγαντιαίο πέναλτι στη Ρόμα για χέρι του Φερνάντο. Όταν δεν απέβαλλε τον Λαμέλα για την αγκωνιά που λέγαμε. Όταν ο Σμόλινγκ, στο 120’ φεύγα της παράτασης βρήκε, με κεφαλιά το οριζόντιο δοκάρι του Καναδό- Μαροκινού Μπονό. Όταν ο Μουρίνιο πήγε στα πέναλτι χωρίς τους συνήθεις επίλεκτους για τέτοιου είδους αποστολές: Μάτιτς, Πελλεγκρίνι, Ντιμπαλά, Εϊμπραχαμ, Σπινατσόλα, όλοι τους ήδη νοκ- άουτ με λάβαρο τα τσιρότα της σκληρής μάχης.
Για κάποιο λόγο, όχι απαραιτήτως κακόπιστο, αλλά καθαρά ικανότητας ή ακριβέστερα, ανικανότητας, κατώτερος των περιστάσεων ο ρέφερι από το Μάντσεστερ έχασε τον έλεγχο του αγώνα, τιμώρησε επεισόδια που δεν χρειαζόταν, άφησε άλλα τόσα που αντίθετα χρειαζόταν και στο τέλος έβγαλε από τα ρούχα του τον Μουρίνιο που με άψογη λονδρέζικη προφορά του έσουρε στο πάρκινγκ του «Πούσκας Αρένα» στην κυριολεξία τα εξ’ αμάξης αδιαφορώντας για το εάν βρισκόταν σε… Mondovision.
«What a disgrace! You are a fu@@ing disgrace!», επιεικώς, είσαι ντροπή, και όνειδος. Και πες, καλά τα ανθρώπινα λάθη του οποιουδήποτε διαιτητή, ποιος ακριβώς ο ρόλος του περίφημου Video Assistance Referee; Ποια η βοήθεια της τεχνολογίας εκεί όπου δεν φτάνουν τα δύο μάτια; Κανονικά, θα έπρεπε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, ας πούμε στο 1872 όταν ο Σκοτσέζος Ουϊλιαμ Κέι, μία «ντουλάπα» 195εκ. επί 105 κιλών ορίστηκε να κάνει τον πρώτο διαιτητή της Ιστορίας στο πρώτο Σκωτία- Αγγλία (0-0) όλων των εποχών. Το μοναδικό «όπλο» που είχε στα χέρια του, πέρα από τις τρομακτικές, άρα αξιοσέβαστες διαστάσεις του ήταν ένα λευκό μαντήλι το οποίο και ανέμιζε κάθε φορά που γινόταν ένα φάουλ. Χωρίς τρίτους και τέταρτους βοηθούς, χωρίς Var και πράσινα άλογα…