Ανατρέχοντας στα περίφημα μέτρα που πήρε τη δεκαετία του ‘80 η Βρετανίδα πρωθυπουργός, αποκαλούμενη και «Σιδηρά Κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως την απαγόρευση διάθεσης και κατανάλωσης αλκοολούχων, την υποχρεωτική ταυτότητα του φιλάθλου, την υποχρεωτική εγκατάσταση συστημάτων κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, ανά δέκα μέτρα στα γήπεδα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, εν μέρει πέτυχαν. Και εν μέρει όχι.
Όπως τόνισε κάποτε και ο Λίαμ Γκάλαχερ, εικόνα των Oasis και «άρρωστος» οπαδός της Μάντσεστερ Σίτι, η μέθοδος Θάτσερ κατάφερε απλά να μετατρέψει τα γήπεδα σε πολυτελή θέατρα, όπου απαγορεύεται να σηκωθείς και να πανηγυρίσεις, να βρίσεις και να ξεδώσεις. «Γι’ αυτό και δεν πατάω πλέον στο, άλλοτε Μέιν Ρόουντ, είχε πει, γιατί δεν υπάρχουν πλέον, ούτε το πάθος, ούτε η αδρεναλίνη. Είναι σαν να αφαίρεσαν την ίδια τη ζωή, από τον μοναδικό χώρο που κάποτε έσφυζε από αληθινή ζωντάνια».
Τα μέτρα Θάτσερ, μεταξύ των οποίων και ο «αυτό αποκλεισμός» των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για πέντε χρόνια πάρθηκαν ορθά, σε μία συγκεκριμένη, χρονική στιγμή που το βρετανικό ποδόσφαιρο βίωσε τρεις από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του: του ’85 στο Χέιζελ, όταν οπαδοί της Λίβερπουλ επιτέθηκαν και οδήγησαν στον θάνατο από ασφυξία 39 αντίστοιχοι της Γιουβέντους. Την ίδια χρονιά, του Μπράντφορντ με 56 νεκρούς και το ’89 του Χίλσμπορο με 96 θύματα.
Το γεγονός ότι η βία, πράγματι έπαψε να δρα στα εκεί γήπεδα δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκε και ότι δεν μετακινήθηκε λίγο πιο πέρα: στις παμπ, στα δρομάκια, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Μέσα όμως, δεν κουνιέται φύλλο. Μπορεί ο οποιοσδήποτε, με ασφάλεια να παρακολουθήσει, για παράδειγμα ένα Τόττεναμ- Άρσεναλ, να σε ρωτήσει ο διπλανός σου, τι ομάδα είσαι, να πεις, Λίβερπουλ και να σου απαντάει «δεν είναι τίποτα, όλοι κάνουμε λάθη». Αλλά με το ξεχωριστό τους, φλεγματικό χιούμορ, μία πολύ ψιλή ειρωνεία που στο τέλος θα σου αφήσει τη γεύση της ομορφότερης εμπειρίας. Μόλις όμως κλείσουν τα φώτα, έξω απ’ αυτά είσαι εντελώς μόνος και απροστάτευτος.
Στην εδώ πραγματικότητα, αντίθετα συμβαίνουν και τα δύο. Ξύλο στο πήγαινε και το έλα, ξύλο και κατά τη διάρκεια γιατί, ας πούμε πήγες να δεις τον Παναθηναϊκό με κόκκινο μπουφάν ή τον Ολυμπιακό με πράσινο. Κι αν τυχόν δεν βρεις οπαδό αντίθετης, από τη δική σου ομάδα, ξεσπάς στον εύκολο στόχο: την ξένη, δημόσια καλύτερα περιουσία.
Κι εδώ, κατά καιρούς οι εκάστοτε αρμόδιοι δοκίμασαν διάφορες μεθόδους και στρατηγικές για να μειώσουν το φαινόμενο. Η τιμωρία αφαίρεσης κάποιων βαθμών ή δύο, με τρία παιχνίδια κεκλεισμένων των θυρών αποδείχτηκαν ότι δεν βοηθάνε τον όποιο οπαδό- φίλαθλο να συμμορφωθεί εφ’ όσον ο ίδιος δεν το καταλαβαίνει ή δεν συνειδητοποιεί τι θα έπρεπε να μην κάνει.
Μένει μόνο ένα, δυστυχώς ή ευτυχώς, γιατί στο κάτω, κάτω η ομάδα δεν φταίει σε τίποτα δραστικό μέτρο: του απευθείας υποβιβασμού. Μήπως και κάποιοι βάλουν μυαλό κι ασχοληθούν, επιτέλους με ο,τιδήποτε άλλο: κανένα βιβλίο, κανένα φλερτ, κανένα περίπατο στα βουνά και τη θάλασσα…