Υπάρχει ένας συγκεκριμένος λόγος, ως προς το γιατί, κυρίως στο Campionato: γιατί για τη Fifa η «Νορτεστοστερόνη», παράγωγος της Νανδρολόνης θεωρείτο ένα νόμιμο, στεροειδές αναβολικό που απλά αύξαινε τη μυϊκή μάζα και την αντοχή μειώνοντας την κόπωση και ανακουφίζοντας από φλεγμονές και γενικώς πόνους. Για την ιταλική ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, όμως θεωρείτο, και ακόμη θεωρείται καθαρά και ξάστερα ντόπινγκ.
Κατά καιρούς, στη φάκα του έπεσαν πολλοί και γνωστοί ποδοσφαιριστές, από τον Γκουαρντιόλα, στον Ζιντάν, και από τους Ντάβιντς, στους Σταμ, Καλόν, Μποριέλο, Περούτσι, Καναβάρο, Μπουφόν, πρόσφατα και ο Πολ Πογκμπά. Είχε πέσει όμως και ο Αλ Σααντί Καντάφι, που νόμιζε ότι ήταν ποδοσφαιριστής γιατί όταν ψευτοέπαιζε στην Αλ Ιτιχάντ (της Τρίπολης) οι εκάστοτε αντίπαλοι, υπό την ψυχολογική ομηρία πιθανών αντίποινων από τον μπαμπά, Λίβυο δικτάτορα, έπεφταν μπροστά του σαν κορύνες ανοίγοντάς του ολόκληρους αυτοκινητόδρομους προς τα δίχτυα.
Και κάπως έτσι, με 24 γκολ στην πλάτη σε 74 παιχνίδια, μία ωραία ημέρα πείστηκε ότι ήταν έτοιμος να παίξει μπάλα σ’ επαγγελματικό επίπεδο και παρακολουθώντας ένα παιχνίδι της Γιουβέντους, ακούμπησε το δάκτυλό του στην τηλεόραση και είπε στον μπαμπά του, το αποφάσισα, εκεί θέλω να παίξω.
Ο Καντάφι έκανε ό,τι μπορούσε να ικανοποιήσει το καπρίτσιο του κακομαθημένου Αλ Σααντί: μέχρι και το 7% των μετοχών της Vecchia Signora αγόρασε ο μακαρίτης, αλλά και πάλι ουδείς, στο Τορίνο συγκινήθηκε. Εκείνος όμως που το οσφράνθηκε ως πιθανή, επενδυτική ευκαιρία ήταν ο τότε ιδιοκτήτης της Περούτζα, Λουτσάνο Γκαούτσι που ως ιδιοκτήτης και εκτροφείου αλόγων είχε συχνά πάρε δώσε με τη Λιβύη, φημισμένη, πέρα από το «μαύρο χρυσό» και για τα πανίσχυρα τετράποδά της.
Ήταν το 2003 και ο Αλ Σααντί που, στο μεταξύ είχε χριστεί από τον μπαμπά ιδιοκτήτης της Αλ Ιτιχάντ, αρχηγός της εθνικής ομάδας, πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής, αντιπρόεδρος της ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της χώρας του έκανε την καρδιά του πέτρα για την απόρριψη από τη Γιουβέντους και σε ένδειξη μεγάλης ταπεινοφροσύνης δέχτηκε την πρόταση της Περούτζα που τον παρουσίασε «Urbi et Orbi», στην Πόλη και τον Κόσμο με κάθε επισημότητα σ’ ένα Μεσαιωνικό κάστρο του ‘200. Στα 30 του, όταν συνήθως ένας ποδοσφαιριστής συνηθίζει στην ιδέα να κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Αλ Σααντί είχε επιτέλους εκπληρώσει το όνειρό του να παίξει στην Ιταλία αν και, στην Περούτζα θυμούνται πολύ περισσότερο την συνοδεία 30 ανθρώπων (προσωπική ασφάλεια, σεφ, οικονόμους), παρά τον ίδιο.
Το μοναδικό πρόβλημα ήταν ότι για τον Σέρσε Κόζμι, τότε προπονητή των Grifoni ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τη μπάλα. Δεν ήξερε να κάνει ένα στοιχειώδες κοντρόλ, πόσο μάλλον να δώσει μία πάσα. Και η αγωνιστική του κατάσταση δεν ξεπερνούσε, ως προς την αντοχή, τα πέντε λεπτά της ώρας.
Ο Αλ Σααντί, λοιπόν προσέλαβε τον Καναδό σπρίντερ Μπεν Τζόνσον, τον ίδιο που τιμωρήθηκε με ισόβιο αποκλεισμό για ντόπινγκ ύστερα από το χρυσό μετάλλιο του ’88, στη Σεούλ και για τη βελτίωση της τεχνικής έδωσε άλλα 3εκ. ευρώ για ιδιαίτερα σε ολόκληρο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα: και πάλι όμως, τίποτα. Η βελτίωσή του, από τα 5 λεπτά ανέβηκε στα 16’ και τεχνικά μιλώντας παρέμενε ο ίδιος «σκράπας» του κάποτε. Έπρεπε όμως πάση θυσία να παίξει, και αφού του τον επέβαλλαν με το ζόρι ο Κόζμι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τον έβαλε, λοιπόν στα τελευταία 16’ ενός Περούτζα- Γιουβέντους, και τέλος. Την επόμενη περίοδο ο Κόζμι πήγε στην Ουντινέζε και για κακή του τύχη «πακέτο» με τον Αλ Σααντί. Τον ξανά έβαλε, για 7’ ενός αγώνα με τη Ρετζίνα ωστόσο αρκετά για να βρεθεί θετικός στη Νανδρολόνη και να τιμωρηθεί με 4 μήνες αποκλεισμού.
Στα εργαστήρια άντι- ντόπινγκ της Coni δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, ούτε και να συγκρατήσουν τα γέλια τους, όχι τόσο για το αποτέλεσμα όσο για το γεγονός ότι, πως γίνεται ένας παίκτης που έχει αγωνιστεί 23 λεπτά σε δύο χρόνια να βρέθηκε ντοπαρισμένος; Την εξήγηση έσπευσε να δώσει ο ίδιος ο Αλ Σααντί ισχυριζόμενος ότι το συγκεκριμένο φάρμακο ήταν το μοναδικό που του απάλυνε τους συχνούς πόνους στη μέση. Η περιπέτειά του, στο Campionato (23’ συμμετοχής και μηδέν γκολ σε 4 χρόνια) ολοκληρώθηκε το 2007 στη Σαμπντόρια με, ακόμη χειρότερα μηδέν συμμετοχές.
Με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη χώρα του, τη δολοφονία του πατέρα του και την πτώση του καθεστώτος ο Αλ Σααντί φυγαδεύτηκε μεταξύ Νίγηρα, Τουρκίας και Αιγύπτου, κάποια στιγμή, το ‘15 συνελήφθη και καταδικάστηκε για τον θάνατο, δέκα χρόνια νωρίτερα του ποδοσφαιριστή Μπασίρ Αλ Ριανί, φυλακίστηκε και τελικά αφέθηκε ελεύθερος το ’21. Έκτοτε, ο 50χρονος σήμερα γιος του δικτάτορα που νόμιζε ότι είχε γίνει ποδοσφαιριστής αγνοείται, όπως εξάλλου ανέκαθεν συνέβαινε και με την οποιαδήποτε σχέση του με τη μπάλα.