Οι τρεις διακριτικές, δηλαδή χωρίς χειροπέδες συλλήψεις Ιταλών ποδοσφαιριστών από την εκεί Guardia di Finanza, ας πούμε τη δική μας «Αστυνομία Οικονομικού Εγκλήματος» έδωσε κωμικοτραγικές διαστάσεις στο υποτιθέμενο νέο, σκάνδαλο παράνομων στοιχημάτων που αιωρείται, το τελευταίο διάστημα πάνω από την ιταλική μπάλα.

Ο Νικολό Φατζόλι, της Γιουβέντους, ο επίσης Νικολό, Ζανιόλο της Άστον Βίλλα και ο Σάντρο Τονάλι της Νιουκάσλ άφησαν άρον, άρον τις προπονήσεις τους (οι δύο τελευταίοι, μάλιστα την ώρα που βρίσκονταν σε προετοιμασία με την εθνική) για να δώσουν εξηγήσεις στην Εισαγγελέα του Τορίνο, Μανουέλα Πεντρότα η οποία παρήγγειλε τις ανακρίσεις τους ύστερα από καταγγελία για εμπλοκή τους, που κατέθεσε ο Φαμπρίτσιο Κορόνα, ένας πρώην paparazzo που πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του πίσω από τα σίδερα γιατί είχε το κακό βίτσιο, πρώτα ν’ απαθανατίζει την προσωπική ζωή διασημοτήτων, ύστερα να τους εκβιάζει.

 Η Εισαγγελία ξεκαθάρισε πως οι τρεις ποδοσφαιριστές δεν κλήθηκαν γιατί κατηγορούνται για συμμετοχή σε κύκλωμα  «στημένων αγώνων», αλλά γιατί στοιχημάτισαν σε παράνομες, δηλαδή μη κρατικές, on- line πλατφόρμες πάνω σε ποδοσφαιρικά γεγονότα άλλων πρωταθλημάτων. Κάτι που, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ιταλικού, αθλητικού κώδικα απαγορεύεται διά ροπάλου και ο όποιος εμπλεκόμενος κινδυνεύει με τιμωρία έως και 3ετούς αποκλεισμού. Και μέχρι εδώ είναι κατανοητό.

 Το εντελώς υστερικό, ως ακαταλαβίστικο όμως (κι εδώ ακριβώς διαπιστώνεται το αβυσσαλέο κενό Νόμου), είναι ότι, ένας ποδοσφαιριστής δεν απαγορεύεται να στοιχηματίζει, σε άλλα αθλήματα ή σε άλογα, σκυλιά, κόκορες ή μύγες, αλλά απαγορεύεται να στοιχηματίζει σε γεγονότα του αθλήματός του. Λες και αν θελήσουν να στοιχηματίσουν ανώνυμα, δεν θα έβαζαν έναν φίλο, μία φίλη τους, ακόμη και τη θεία τους, που λέει ο λόγος ν’ ανοίξει λογαριασμό στη θέση τους.           

 Η Ιστορία του στοιχήματος, εν τέλει του πλέον αγαπημένου σπορ του ανθρώπου, του μοναδικού που βρίσκεται στο dna τόσο των ανδρών, όσο των γυναικών, όχι απλά δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά λέγεται πως χρονολογείται από το 5.000 π.Χ. και ότι γεννήθηκε στην Κίνα μαζί με τα πρώτα ζάρια. Ένας αστικός μύθος θέλει το 4.000 π.Χ., στην Αίγυπτο τη βασίλισσα Κλεοπάτρα να στοιχηματίζει με τον αγαπημένο της Μαρκ’ Αντόνιο για το εάν η μύγα θα ακουμπούσε πρώτα το δικό της ή το δικό του ποτήρι γάλακτος (αυστηρά) γαϊδούρας. Ενώ στοιχήματα παίζονταν και στην Αρχαία Ρώμη, κυρίως πάνω στους «Μονομάχους» ή την Αρχαία Ελλάδα στα αγωνίσματα των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων.

 

 Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, τα πρώτα στοιχήματα που έχουν καταγραφεί ιστορικά παίχτηκαν τον Μεσαίωνα, στη Φλωρεντία με το Calcio Fiorentino, κάτι ανάμεσα σε ράγκμπι και ποδόσφαιρο στο οποίο λάμβαναν μέρος μόνο οι πλούσιοι, οι αριστοκράτες, οι στρατηγοί, οι λόρδοι και οι πρίγκιπες. Στις αρχές του ‘800, σε Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες ο κόσμος ανακάλυψε το πάθος του για το μποξ, μετά τις ιπποδρομίες, τις κυνοδρομίες και το μπέιζμπολ. Σταδιακά οι bookmakers αντικαταστάθηκαν από το Ίντερνετ και η μπάλα χάθηκε, μία για πάντα.

 Το 2008, για παράδειγμα η γνωστή ιρλανδική εταιρία «Paddy Power» λίγο έλειψε να χρεοκοπήσει όταν δέχτηκε στοιχήματα 33 προς 1 για την ύπαρξη του Θεού. Και όταν είδε ότι είχαν συγκεντρωθεί βουνά χρημάτων στο «ναι, υπάρχει», το 33 αναγκάστηκε να το ρίξει στο 4 προς 1. Σήμερα, εκτιμάται ότι οι ηλεκτρονικές, on- line πλατφόρμες είναι περισσότερες από 10.000, με ετήσιο τζίρο άνω των 18δις ευρώ: κανονικές, δηλαδή βιομηχανίες τζόγου και ρίσκου. Ειδικά όμως στο ποδόσφαιρο, η κατάσταση ξέφυγε τελείως από τότε που ο οποιοσδήποτε μπορεί να παίξει και να συνδυάσει τον αριθμό των κόρνερ, με τις κίτρινες κάρτες, το πότε θα μπει το τάδε γκολ, από ποιόν και κυρίως, με πιο τρόπο: με κεφαλιά, με σουτ, με πέναλτι.   

 Όσον αφορά όμως, στους Φατζόλι, Ζανιόλο και Τονάλι, δεν διαφέρουν από τους Ρούνεϊ, Νεϊμάρ ή Μπόρις Μπέκερ που σκόρπισαν τις περιουσίες τους σ’ ένα πράσινο τραπέζι πληρώνοντας τις συνέπειες, όπως ο άλλοτε Γερμανός τενίστας με χρεοκοπία, αλλά και φυλάκιση. Μπροστά τους, η υπόθεση των τριών βρίσκεται σε νηπιακή φάση και το πιθανότερο είναι πως θ’ αποδειχθεί μία τεράστια, και τίποτα περισσότερο, σαπουνόφουσκα. Βάζουμε στοίχημα;