Γρήγορα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα φτάνοντας στα αυτιά του αξέχαστου, ηθοποιού, αλλά και «κατακόκκινου» φιλάθλου Νίκου Σταυρίδη που το χρησιμοποίησε ύστερα σε αρκετές επιθεωρήσεις του: μαζί, λέγεται  και με το «Υβ, Υβ, Υβ!».

 Ήταν ένα από τα συνθήματα που σημάδεψαν μία άλλη εποχή, πολύ περισσότερο υγιή, αθώα και ρομαντική. Την εποχή του «Αλβάρα, Αλβάρα!» ή του «Στη μπάντα, στη μπάντα έρχεται ο Λοσάντα!», τότε που τα πειράγματα μεταξύ φιλάθλων διαφορετικών πιστεύω και χρωμάτων απλά περιορίζονταν σ’ ένα «γαύρο», ένα «βαζελάκι» ή ένα «χανουμάκι». Μετά το πράγμα ξέφυγε και στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα συνθήματα εξελίχθηκαν σ’ ένα χαμηλότατου επιπέδου συνδυασμό, βίας και σεξουαλικών υπονοουμένων χάνοντας αναπόφευκτα τη γοητεία τους.

 Το «Έμπαινε Γιούτσο!» δεν σήμαινε μόνο την άνεση με την οποία ο ταλαντούχος, μέσος επιθετικός περνούσε τις αντίπαλες άμυνες και κατευθυνόταν με ταχύτητα προς τα, σχεδόν άδεια, δίχτυα. Αλλά ήταν παράλληλα μία αναγνώριση και μία εκδήλωση λατρείας του κόσμου για ό,τι πέρασε και για ό,τι απειλητικό είχε βιώσει ή ακούσει, το κυνηγημένο προσφυγόπουλο μέχρι να καταφέρει να κατακτήσει, με τα γκολ του τον σεβασμό κάθε φιλάθλου, ανεξαρτήτως ομάδας. Μία περίπτωση Χατζηπαναγή, που γέμιζε από μόνος του κάθε αθηναϊκό γήπεδο, όχι τόσο γιατί έπαιζε ο Ηρακλής, αλλά για να βλέπουν τον ίδιο.

 Ο Νίκος Γιούτσος είχε γεννηθεί το ’42 στο Μακροχώρι, όχι πολύ μακριά από την Καστοριά, ένα μειονοτικό, σλαβόφωνο χωριό που το ’46, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος συντάχτηκε με τους αντάρτες κομμουνιστές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι οποίοι, σε συνεννόηση με τους γονείς και για να γλιτώσουν από τα σφυροκοπήματα του Εθνικού Στρατού προχώρησαν σε «παιδομάζωμα» 219 παιδιών μεταφέροντάς τους σε πλέον ασφαλείς «Λαϊκές Δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης, άλλοι στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, άλλοι πάλι, όπως ο Γιούτσος και η αδελφή του σ’ ένα ορφανοτροφείο στην Ουγγαρία. Εκεί έμαθε γράμματα, αλλά και ποδόσφαιρο και όταν άρχισε να βάζει γκολ με τη φανέλα τη Τζέπελ οι Ούγγροι ήδη τον γνώριζαν είτε ως Μίκλος Γιούκσοφ, είτε ως Νικολάι Γιουτσόφ. Το ταλέντο του, το πρώτο παρατήρησε η ΑΕΚ, αλλά ύστερα από προσωπική παρέμβαση του Μανώλη Γλέζου και την γνωριμία του με τον τότε γραμματέα της ελληνικής Πρεσβείας στη Βουδαπέστη, πείστηκε να υπογράψει στον Ολυμπιακό. Ήταν το ’63, αλλά μπόρεσε ν’ αγωνιστεί μόνο ένα χρόνο αργότερα λόγω της γραφειοκρατικής διαδικασίας απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας. Ξανά έγινε, και με τη βούλα Γιούτσος και για μία 10ετία, με περισσότερα από 150 γκολ σε 300 και παιχνίδια έγινε ίνδαλμα του Ολυμπιακού, και μετά σύνθημα αδιαφορώντας για τις δεκάδες προκλήσεις και απειλές («παλιοκομμ@@νι, θα πεθάνεις!»), που άκουγε συχνά από τους αντιπάλους του.

 

 Σε μία ασταθής, τότε Ελλάδα, όπου οι νόμοι δεν τηρούνταν απαραιτήτως απ’ όλους, το να γίνει ο Γιούτσοφ… Γιούτσος όχι μόνο ήταν το ευκολότερο πράγμα, αλλά και το πλέον συνηθισμένο. Κάτι ήξεραν και στον ΠΑΣ Γιάννενα, όταν ο Αργεντινός προπονητής Γκόμεζ Ντε Φαρία έφερε μαζί του τους συμπατριώτες του, Εδουάρδο Ριγκάνι, που έπαιξε ύστερα ως Κοντογεωργάκης, τον Αλφρέδο Γκλάσμαν, ως Γκλασμάνης, τον Χοσέ Πάστερνακ, ως Παστερνάκης, τον Εδουάρδο Λίσα, τον Χουάν Μόντες και τον Όσκαρ Άλβαρες όλοι τους πυλώνες μίας ομάδας που είχε δικαίως αποκτήσει το προσωνύμιο του «Άγιαξ της Ηπείρου».

 Σύνθημα είχε βγει και για τον Άλβαρες, όταν μετά την 4ετία στα Γιάννενα, αγωνίστηκε άλλα τέσσερα χρόνια, έως το ’80, στον Παναθηναϊκό. Με τη μόνη διαφορά ότι το Άλβαρες δεν έβγαζε εύκολη και εύηχη ομοιοκαταληξία και κάπως έτσι γεννήθηκε το «Αλβάρα, Αλβάρα!...» κτλ, κτλ, γιατί υποτίθεται ότι δεν έσκιζε (μόνο)… δίχτυα.

 Ιστορικό της εποχής, σχεδόν παροιμιώδες είχε γίνει και το «Έλα Μυλωνά!», που αναφερόταν στον τότε τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, λίγο πριν αφήσει τη θέση του, κάτω από τα δοκάρια στον Κελεσίδη. Ήταν ένας καλός γκολκίπερ, αλλά κάθε φορά που είχε απέναντί του τον Αντωνιάδη, τον «ψηλό» του Παναθηναϊκού πάθαινε ένα είδος black- out: και έτρωγε μονίμως γκολ. Τόσο εύκολα γκολ, που για κάποιο λόγο, όπου και αν πήγαινε, άρχισαν να του φωνάζουν το «Έλα Μυλωνά», σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που κάποια στιγμή άρχισε και ο ίδιος να το φωνάζει στον… εαυτό του.

 Μετά τα συνθήματα ξέφυγαν και απέκτησαν άλλες έννοιες. Αν και, ομολογουμένως οι πλέον ευρηματικοί θεωρούνται οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ. Όχι μόνο γιατί διασκεύασαν τον Εθνικό Ύμνο με την… «ασπρόμαυρη στολή», αλλά γιατί σκαρφίστηκαν και τρία επικά, στα ελληνικά γήπεδα συνθήματα. Το «λα, λα, λα, λα, λα, λα», επί ατελείωτα λεπτά, με το παχύ, εννοείται λάμδα. Το «μάθε στον Ριβάλντο λίγη μπάλα, Σικαμπάλα, Σικαμπάλα». Αλλά και το «σαβουρο@@@@», που ακούστηκε κάποτε ρυθμικά στην «Τούμπα» για τον Καρεμπέ και την τότε (…κακάσχημη, πράγματι!) σύζυγό του, Αντριάνα Σκλεναρίκοβα…