“Ο Μαραντονα; Good, καλός. Ο Πελέ; Better, καλύτερος. Ο Τζορτζ; The Best, ο καλύτερος…”, ήταν μία από τις αγαπημένες του ατάκες που ενέπνευσαν μέχρι και ένα νέο, ξεχωριστό κεφάλαιο της βρετανικής Λογοτεχνίας αναδεικνύοντας το ιδιαίτερα, κοφτερό του μυαλό και πέρα από τα όρια ενός ποδοσφαιρικού, ορθογώνιου παραλληλόγραμμου.

 Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί είναι καθαρά υποκειμενικά τα όποια κριτήρια εάν για τον Πελέ, ο Μπεστ υπήρξε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που γνώρισε ποτέ του, μέχρι τον ερχομό του Μαραντόνα. Η’ εάν ο Μαραντόνα είχε ορίσει ως «διάδοχό» του τον Μέσι. Όσο το γεγονός ότι η καριέρα, οι ζωές τους, το ταλέντο τους με μία μπάλα στα πόδια, οι αυτοκαταστροφικές τους τάσεις είχαν τόσα πολλά κοινά που, εν τέλει δεν θα έπρεπε να απορήσουμε για το γιατί, εκεί ψηλά κάποιος, κάποιοι αποφάσισαν να τους πάρουν κοντά τους την ίδια «καταραμένη» μέρα. Τον Μπεστ, στα 59 του, τον Μαραντόνα, στα 60 του.

 

 Εντυπωσιακό είναι επίσης και το γεγονός ότι η πορεία τους είχε κοπεί ξαφνικά, άδοξα και πρόωρα και για τους δύο: στα 27, του Βόρειου Ιρλανδού, στα 30 του Αργεντινού έχοντας κάνει τα πάντα για να την καταστρέψουν με τα ίδια τους τα χέρια ή αδυνατώντας να διαχειριστούν το βάρος της δόξας. Γεγονός είναι ότι, χωρίς το αλκοόλ ή τις ναρκωτικές ουσίες αμφότεροι θα είχαν ένα πολύ περισσότερο αξιοπρεπές τέλος.        

 Ο Μπεστ έσβησε νικημένος από τη μανία και το πάθος του για το αλκοόλ, γονίδιο που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του Αν, η οποία επίσης είχε φύγει από τη ζωή, το ’78, στα 55 της, λόγω κίρρωση του ήπατος. Στην περίπτωσή του όμως, τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά γιατί το 2002 είχε υποβληθεί σε απόλυτα πετυχημένη μεταμόσχευση οργάνου, το οποίο αν και “καινούργιο” κατάφερε να ξανά καταστρέψει σε διάστημα μόλις τριών χρόνων.

 Ήταν τα τελευταία της ζωής του, και τα πλέον δύσκολα γιατί το αλκοόλ και οι γυναίκες του είχαν αφαιρέσει μία περιουσία και, κάθε εβδομάδα πουλούσε ό,τι προσωπικό κειμήλιο έβρισκε προκειμένου να εξασφαλίσει τα, καθημερινά του 6 με 7 μπουκάλια, ουίσκι, λευκού κρασιού ή σαμπάνιας στην ελιτίστικη pub “Manor Street”:  στην πολυτελή περιοχή του Τσέλσι όπου συχνά, πυκνά έπινε και μία “γύρα” με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Έρικ Κλάπτον, Γούντι Άλεν.

 “Κόκκινος Διάβολος”, “5ος Beatles” και απλά “The Best”, ο καλύτερος, υπήρξε σύμβολο και εικόνα της μεγάλης Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ της δεκαετίας ’60-’70, αλλά με μία ξέφρενη και ανελέητη, αυτοκαταστροφική τάση που τον ανάγκασε, από το ’74 να κρεμάσει τα παπούτσια του, άσχετα εάν μέχρι το ’85 νόμιζε πως ψεύτο- κλωτσούσε μία μπάλα, μεταξύ Αγγλίας, Ηνωμένων Πολιτειών, Μεξικού, έως και την Ταϊλάνδη. Ένας από τους πλέον ταλαντούχους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, που συνδύασε μία μεγάλη, αλλά και γεμάτη από προβλήματα, ανταρσίες και πειθαρχικά παραπτώματα, καριέρα 11 χρόνων (με 179 γκολ σε 470 παιχνίδια) με τους «Κόκκινους Διαβόλους» σχηματίζοντας, με τους Μπόμπι Τσάρλτον και Ντένις Λόου την αποκαλούμενη «Αγία Τριάδα» εκείνης της, μεγάλης Μάντσεστερ.

 

 Γεννημένος στο Μπέλφαστ στις 22 Μαϊου του ‘46 ανακαλύφθηκε στα 15 του από τον τάλεντ σκάουτ Μπομπ Μπίσοπ που βλέποντάς τον σε παιχνίδι με την Γκλεντόραν έστειλε αμέσως τηλεγράφημα στον προπονητή των «κόκκινων διαβόλων», σερ Ματ Μπάσμπι, γράφοντάς του, «νομίζω ότι σου βρήκα μία ιδιοφυία». Με τη Μάντσεστερ κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, ένα Charity Shield, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης και τη «Χρυσή Μπάλα» για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο του ‘68.

  Έμεινε στην ιστορία για το εκρηκτικό του και καθαρόαιμο ταλέντο, τις μεθυστικές του ντρίμπλες, την ταχύτητα της σκέψης και της εκτέλεσης. Για τις εκατοντάδες γυναίκες (κυρίως μοντέλα), που πέρασαν δίπλα του. «Εάν δεν ήμουν τόσο όμορφος, ο κόσμος δεν θα είχε γνωρίσει τον Πελέ», έλεγε με υπερηφάνεια, αλλά και συναίσθηση για το γεγονός ότι το πάθος του για το ωραίο φύλο δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την μεγαλειώδη καριέρα που είχε ήδη χτίσει. Κυρίως με το Νο 7 στην πλάτη, επειδή όμως τότε οι αριθμοί αναθέτονταν αποκλειστικά σε θέσεις, κι όχι προσωπικά σε παίκτες, κι επειδή μπορούσε να παίξει, τόσο έξω δεξιά, όσο έξω αριστερά, «10άρη» ή και σέντερ- φορ, ο Μπεστ φόρεσε κατά καιρούς και το 8, και το 11, αλλά και το 9. Αξέχαστο θα μείνει ένα παιχνίδι του ’72 με τη Μάντσεστερ, όπου στο πρώτο ημίχρονο αγωνίστηκε με το 10, αλλά στο δεύτερο με το 9, στη θέση του τραυματία Μπόμπι Τσάρλτον.

 Στην ιστορία θα μείνουν και μερικές από τις, πλέον πετυχημένες ατάκες του. «Δεν πήγα ποτέ μου στη θάλασσα, γιατί μέχρι να φτάσω στην παραλία, όλο και κάποιο μπαράκι θα έβρισκα στον δρόμο μου».

 «Ο Μπέκαμ; Εάν εξαιρέσεις ότι δεν έχει δεξί πόδι, δεν έχει αριστερό, δεν έχει αλτικότητα και κεφαλιά, ε, κατά τ’ άλλα καλός είναι».

 «Δεν είναι αλήθεια ότι πήγα με 5 Μις Κόσμος, αλλά μόνο με 3: ούτε που θυμάμαι το πως μου διέφυγαν η Μις Γερμανίας κι η Μις Καναδά».

 Από τη Μάντσεστερ έφυγε το ’74, όταν οι σχέσεις του με τον προπονητή Τόμι Ντόχερτι είχαν γίνει ανυπόφορες, λόγω κυρίως της «άναρχης» συμπεριφοράς και τη συχνή άρνησή του να προπονείται προτιμώντας να περάσει ατελείωτες ώρες στις παμπ με φίλους. Ειρωνεία της τύχης, εκείνη τη χρονιά η Γιουνάιτεντ θα υποβιβαζόταν στη 2η κατηγορία χάνοντας 1-0 από την «αιώνια» Μάντσεστερ Σίτι μάλιστα με γκολ του Ντένις Λόου, επί χρόνια σημαία των «κόκκινων διαβόλων». Από εκείνη τη σεζόν όμως, ο κόσμος της Γιουνάιτεντ δεν θα ξεχάσει ποτέ τον προπονητή Ντόχερτι που σε αγώνα κυπέλλου με την Πλύμουθ έστειλε τον, όχι και τόσο νηφάλιο Μπεστ κατευθείαν στις εξέδρα. Όπου και αποκοιμήθηκε, και τον ξύπνησαν μόνο μισή ώρα μετά το τέλος του αγώνα.  

 Αγωνίστηκε, για μικρά διαστήματα και σε Νότιο Αφρική, Κίνα, Σκωτία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία, Ιρλανδία και σε μικρότερες κατηγορίες του αγγλικού πρωταθλήματος: με το ποδόσφαιρο «έκλεισε» επίσημα το ’84, στα 38 του, αλλά στην ουσία είχε ήδη κάψει το ταλέντο του το ’72.

 Το 2002 είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος, αλλά αντί να κόψει το ποτό, άνοιξε προκλητικά, μία σαμπάνια για να γιορτάσει το γεγονός ότι πλέον μπορούσε να πίνει ελεύθερος, με το νέο του συκώτι. Αναπαύεται στο Κοιμητήριο του Μπέλφαστ, δίπλα από τη μητέρα του και τον πατέρα του Ρίτσαρντ, που έφυγε από τη ζωή το 2008.

 Στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ιρλανδία όμως, η εικόνα και το όνομά του συνεχίζουν να βρίσκονται παντού: από το αεροδρόμιο, που μετονομάστηκε σε George Best, έως το εθνικό γήπεδο, κι από δρόμους, έως και λεωφόρους, κλινικές, σχολεία, γραμματόσημα, το χαρτονόμισμα των 5 λιρών, το μουσείο στον ίδιο χώρο, του σπιτιού όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 15 του. Τόσο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, όσο και μέχρι το θάνατό του επαναλάμβανε με υπερηφάνεια και καμάρι, άγνωστο όμως το γιατί, ότι η καρδιά του γεννήθηκε χτυπώντας για τα χρώματα της Γουλβς, και ακριβώς έτσι θα σταματήσει.

 Οι υπόλοιπες φράσεις και τα τσιτάτα του δημιούργησαν ένα εντελώς νέο, και ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της αγγλικής, κι όχι απαραιτήτως αθλητικής, Λογοτεχνίας.

 -Το ’69 έκοψα, μία για πάντα τις γυναίκες και το αλκοόλ: ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά της ζωής μου…

-Είμαι άνθρωπος της αμαρτίας: ο Παράδεισος δεν κάνει για μένα…

-Ξόδεψα πολλά λεφτά σε αλκοόλ, γυναίκες και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα τα σκόρπισα…

-Λένε ότι βγήκα ραντεβού με 4 Μις Κόσμου: είναι ψέματα. Ήταν μόνο τρεις, γιατί την 4η την έστησα…

-Δεν ξέρω εάν είναι καλύτερο να βάλεις γκολ στη Λίβερπουλ ή να κοιμηθείς με μία Μις Κόσμου: ευτυχώς που δεν χρειάστηκε να επιλέξω. Ήταν μία ιδιοφυία, σε όλα. Όπως ο Μαραντόνα. Όπως και ο Φιντέλ Κάστρο που επίσης «έφυγε» από τη ζωή την ίδια μέρα. Τίποτα, τελικά δεν είναι τυχαίο.