Κάπως έτσι γεννήθηκε η «Διπλωματία του πινγκ- πονγκ». Η διοργάνωση δύο αγώνων, το ένα σε αμερικανικό, το άλλο σε κινεζικό έδαφος ανάμεσα στους 14 καλύτερους παίκτες της εποχής, ένας τρόπος -ίσως τότε ο μοναδικός- για να ξεκινήσει και πάλι ο διάλογος ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις που είχε διακοπεί με βίαιο τρόπο το μακρινό ’49. Και στις δύο περιπτώσεις είχαν θριαμβεύσει, μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο οι Κινέζοι, αλλά η μεγάλη νίκη του Κίσιντζερ ήταν η επίτευξη μίας ιστορικής χειραψίας ανάμεσα στον τότε Αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον και τον «Μεγάλο Τιμονιέρη», Μάο Τσε Τουνγκ.
Γεννημένος στη Γερμανία από οικογένεια Γερμανών- Εβραίων που διέφυγαν το ’38 στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γλυτώσουν από τον Ναζισμό, μέχρι τα 15 του ο Χάιντζ Άλφρεντ, που αργότερα θα γινόταν Χένρι Άλφρεντ ονειρευόταν να παίξει ποδόσφαιρο στην ομώνυμη ομάδα της γενέτειράς του Φιρθ, όχι πολύ μακριά από τη Νυρεμβέργη. Τη σημερινή Γκρόιτερ Φιρθ την πορεία της οποίας παρακολουθούσε ανελλιπώς, ως γνήσιος φίλαθλος έως το τέλος του.
Το ποδόσφαιρο το χρησιμοποίησε για να φέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Πελέ, αλλά και το ίνδαλμά του, Φραντζ Μπεκενμπάουερ που αργότερα θα τον έπειθε ν’ αγοράσει μετοχές και της Μπάγερν Μονάχου. Για να πείσει την Fifa να επιλέξει, ως έδρα του Μουντιάλ του ’94 την χώρα της αστερόεσσας. Για να μεσολαβήσει, μέσω φιλικών αγώνων στην αποκλιμάκωση των σχέσεων της Νοτίου με τη Βόρεια Κορέα. Του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών. Δυστυχώς και για να πείσει τον Βιντέλα ότι μία νίκη της Αργεντινής στο Μουντιάλ του ’78 θα απάλυνε τον πόνο του κόσμου από το δικτατορικό καθεστώς, τα βασανιστήρια, τους θανάτους, τους, ακόμη και σήμερα, χιλιάδες αγνοουμένους.
Αριστούχος του φημισμένου Χάρβαρντ, στις Πολιτικές Επιστήμες, τη Φιλοσοφία, αλλά και την Ιστορία της Τέχνης, επί δεκαετίες ο Κίσιντζερ υπήρξε ο απόλυτος μετρ της παγκόσμιας, γεωπολιτικής κατάστασης, άσχετα εάν κινούσε συχνά τα νήματα της Ιστορίας μ’ έναν σκοτεινό, έως αμφιλεγόμενο τρόπο. Από τη μία παίζοντας σημαντικό ρόλο στον τερματισμό του Πολέμου του Βιετνάμ, για τη συμβουλή του οποίου βραβεύτηκε, το ’73 και με Νόμπελ Ειρήνης ή την προσωρινή αποκλιμάκωση των σχέσεων στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Από την άλλη όμως λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό, και κυρίως αρνητικό ρόλο σε Νικαράγουα, Παναμά, αλλά και Χιλή όπου διατηρούσε ισορροπίες, αλλά και φιλικές σχέσεις με τον τότε δικτάτορα Πινοσέτ.
Ως Υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Νίξον (επί εποχών σκανδάλου Ουότερ- Γκέιτ), αλλά και Τζέραλντ Φορντ, από το ’69 έως και το ’77 επιχείρησε να «ξεπαγώσει» τον Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα στην τότε Σοβιετική Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες διοργανώνοντας το ‘72 στο Ρεϊκιάβικ την «Παρτίδα του αιώνα» ανάμεσα στον παγκόσμιο πρωταθλητή, Σοβιετικό Μπόρις Σπάσκι και τον μεγαλύτερο σκακιστή όλων των εποχών, Μπόμπι Φίσερ. Μόνο που η ιδιορρυθμία του Αμερικανού λίγο έλειψε να του τινάξει το σχέδιο στον αέρα λόγω της άρνησής του ν’ αντιμετωπίσει έναν «κομμουνιστή».
«Κύριε Φίσερ, με τη δικαιοδοσία του χειρότερου σκακιστή του κόσμου, παρακαλώ τον καλύτερο σκακιστή όλων των εποχών να σηκώσει τον πισινό του και να τον μεταφέρει στην Ισλανδία για ν’ αποδείξει στον πλανήτη τι μπορεί να πετύχει ένας Αμερικανός». Είχε τον τρόπο του. Άγαρμπο μεν, αλλά κάπως έτσι πείστηκε. Και φυσικά κέρδισε, παίρνοντας πανηγυρική ρεβάνς από μία ήττα, στο Μαρ ντελ Πλάτα το μακρινό ’60.