Και μάλιστα, όχι από Χιλιανό, αλλά από τον Βάσκο, Ραμόν Ουρθάγκα που είχε μεταναστεύσει στα 13 του από το Μπιλμπάο, με την οικογένειά του εφευρίσκοντας τη νέα τεχνική με τη φανέλα της Εστρέλα ντελ Μαρ. Την ομάδα της πόλης Ταλκαχουάνο ή και Ταλκαουάν, έξω από το γήπεδο του οποίου, το «Ελ Μόρο», και προς τιμήν του εκτίθεται γλυπτό με το επικό του «ψαλιδάκι».    

 

 Όπως συνέβη και με πολλές, κατά λάθος εφευρέσεις, είτε επρόκειτο για το μουχλιασμένο τυρί που ενέπνευσε τον «Πατέρα της Πενικιλίνης», Αλεξάντερ Φλέμινγκ, είτε για τις 11.999 λάμπες που έκαψε ο Τόμας Έντισον μέχρι ν’ ανάψει τη σωστή, καταδικασμένες όμως να γράψουν τη δική τους, πολύ μεγάλη Ιστορία έτσι και ο Ουρθάγκα ένα παγερό απόγευμα του Ιανουαρίου του ’14 για άλλο πράγμα πήγαινε και εντελώς διαφορετικό του βγήκε. Πήγε δηλαδή να διώξει τη μπάλα, με τον μοναδικό τρόπο που σκέφτηκε για να μην τον προσπεράσει ο αντίπαλος και την έδιωξε τόσο καλά, και κυρίως τόσο δυνατά που η σφαίρα σχημάτισε μία τέτοια τρελή πορεία που, από το πουθενά προσγειώθηκε απότομα στα δίχτυα του άναυδου τερματοφύλακα. Μετά του άρεσε, το συνήθισε. Και σε κάθε παιχνίδι προσπαθούσε να την επαναλάβει, και τρεις, και τέσσερις φορές, άλλοτε καταφέρνοντάς την, άλλοτε πάλι κλοτσώντας αυτό που λέμε «αέρα». Σημασία έχει ότι είχε γεννηθεί η «Χιλιανή» και ότι παρόλο που έχουν ήδη περάσει 109 χρόνια, ο Ουρθάγκα ενέπνευσε ύστερα γενιές και γενιές ποδοσφαιριστών που αναζήτησαν μέσω της «βασίλισσας» των τεχνικών, το πλέον θεαματικό, αλλά και δυσκολότερο γκολ που μπορεί να δοξάσει ακόμη και τον πιο άτεχνο παίκτη.    

 

  Η μαγεία του Αλεχάντρο Γκαρνάτσο στο πρόσφατο Έβερτον- Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όχι μόνο επιβεβαίωσε το γιατί, το ποδόσφαιρο θεωρείται το πιο συναρπαστικό άθλημα του κόσμου. Αλλά και γιατί, η τεχνική του να βάζει κάποιος γκολ με ακροβατικό τρόπο έχει τη μοναδική δυναμική να μαγνητίζει και να καθηλώνει ακόμη και τους αντίπαλους φιλάθλους που, εκστασιασμένοι από το θέαμα θα σηκωθούν ενστικτωδώς να το χειροκροτήσουν.

 Συνέβη με αρκετούς της Έβερτον, γενικώς συνέβη δεκάδες ακόμη φορές, σε άλλα τόσα γήπεδα του Κόσμου γιατί, είτε το δεχτεί, είτε το πετύχει η ομάδα σου αυτό που μένει είναι το θεαματικό της κίνησης. Είναι ο συντελεστής δυσκολίας του να στείλεις τη μπάλα στα δίχτυα, με την πλάτη στο τέρμα έχοντας συλλάβει, μόνος σου και μόνο εσύ ότι μία ουρανοκατέβατη μπαλιά, ακόμη και μία κακή ασίστ θα σου δώσουν τη δυνατότητα να ζωγραφίσεις, με τα πόδια την πλέον τέλεια σε ακρίβεια και εκτέλεση καμπή.

 Ακριβώς αυτή είναι όμως η μαγεία της «Χιλιανής». Γιατί δεν υπάρχει σωστή, καλή ή κακή ασίστ, αλλά εκείνη τη συγκεκριμένη, χρονική στιγμή υπάρχουν μόνο εσύ, η μπάλα, το θάρρος και η τόλμη σου να προσπαθήσεις να βρεις την επιτομή της ομορφιάς στο πλέον αδύνατο σημείο. Τη στιγμή του «ανάποδου ψαλιδιού» είσαι στην ουσία μόνος σου απέναντι στους νόμους της βαρύτητας. Μόνος, σ’ ένα είδος κυνηγιού του θησαυρού. Και αποκλειστικά από σένα, όπως συμβαίνει και στη ζωή, ανάλογα με την τόλμη και τη φαντασία, τη φαντασία και την τόλμη, θα εξαρτηθεί εάν θα κερδίσεις ή θα χάσεις. Τα υπόλοιπα θα έρθουν από μόνα τους. Με απόλυτα φυσικό τρόπο.

 

 Με την ίδια, ακριβώς φυσικότητα που ήρθαν και στον Πελέ όταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Escape to Victory» («Η μεγάλη απόδραση των 11»), ο Βραζιλιάνος ρωτήθηκε από τον Αμερικανό σκηνοθέτη, Τζον Χιούστον τι χρειαζόταν, πόσους κασκαντέρ, πόσες μπάλες ή πόσες ώρες για να πετύχει τη διάσημη σκηνή με το ανάποδο ψαλίδι. «Κύριε Χιούστον, θα χρειαστώ μόνο μερικά δευτερόλεπτα, μία μπάλα και φυσικά κάποιον που θα μου κάνει μία στοιχειώδη σέντρα».       

 Με τον Πελέ, το «ανάποδο ψαλίδι» απαθανατιζόταν πλέον και ως κινηματογραφικό αριστούργημα αν και δεν υπήρξε ύστερα ποδοσφαιριστής που δεν προσπάθησε, έστω μία φορά να αιφνιδιάσει και να νικήσει τον αντίπαλο γκολκίπερ με την πλάτη στο τέρμα. Είτε λέγεται Γκαρνάτσο, που θύμισε στους φιλάθλους των Red Devils τις παλαιότερες εποποιίες των Κριστιάνο Ρονάλντο ή Ρούνει στο Ολντ Τράφορντ. Είτε Ιμπραχίμοβιτς, Φαν Μπάστεν, Ζιρού, Ζιντάν ή Μαραντόνα, που ακόμη πιο δύσκολα «κρεμούσε» τον τερματοφύλακα με ανάποδο ψαλιδάκι, σηκώνοντας τη μπάλα σχεδόν από το έδαφος. Είναι όλα θέμα οπτικής γωνίας, τόλμης και φαντασίας. Καμία φορά και τύχης, αλλά και λάθους, όπως συνέβη στον Ουρθάγκα που, άθελά του εφηύρε το ομορφότερο των γκολ…