Για τον μεγάλο Ουρουγουανό συγγραφέα, και δημοσιογράφο Εντουάρντο Γκαλεάνο, «…Ο τερματοφύλακας ανέκαθεν ήταν ένας μοναχικός τύπος. Καταδικασμένος να παρακολουθήσει το παιχνίδι, από μακριά, χωρίς να μπορεί να εγκαταλείψει το πόστο του. Περιμένοντας σιωπηλός και υπομονετικά, ανάμεσα στα δοκάρια τον, αναπόφευκτο τουφεκισμό του. Κάθε του λάθος είναι ανεπανόρθωτο γιατί οφείλει να μεταδώσει στους συμπαίκτες του την αίσθηση της σιγουριάς, ακόμη και όταν δεν νιώθει τόσο σίγουρος για τον ίδιο του τον εαυτό, παραμένοντας επίσης ακίνητος και ατάραχος στις όποιες προκλήσεις και ν’ ακούσει. Γιατί όμως; Ποιος το ορίζει; Δεν είναι μεγάλη αδικία;».
Είναι και παραείναι! Γιατί, ας σηκώσει το χέρι του όποιος δεν παρακολούθησε έναν μεγάλο τερματοφύλακα να πραγματοποιεί αδύνατες, έως αδιανόητες αποκρούσεις και στον ίδιο αγώνα, τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο να δέχεται τα πλέον αστεία των γκολ. Να του γλιστράει η μπάλα από τα χέρια ή να του περνάει κάτω από τα πόδια. Συνέβαινε, συμβαίνει και πάντα θα συμβαίνει. Είναι η μοίρα, και δεν αλλάζει, των Νο 1. Όσο μεγάλοι και να υπήρξαν, από τον Μπουφόν, στον Ντοναρούμα, από τον Μάγιερ, στους Καν και Νόιερ, από τον Θαμόρα, στους Μπανκς, Τζοφ, Σίλτον, Ζίλμαρ, Γιασίν. Δεν υπήρξε ένας που να μην βρέθηκε τη μία στιγμή στο ζενίθ, και την αμέσως επόμενη στο ναδίρ.
Είναι όμως στην ανθρώπινη φύση να ξεχνάμε τα όποια καλά, και να θυμόμαστε μόνο τα λάθη, τις γκάφες, την κακή ημέρα στην οποία μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε. Όπως ακριβώς στην περίπτωση του Αλμπέρτο Μπρινιόλι, που από φαινόμενο κάτω από τα δοκάρια, μέσα σε 1.5 μήνα έγινε ξαφνικά ο Άι Βασίλης που μοιράζει απλόχερα «δώρα», είτε στη Ρεν και τον Άρη, στο «Βικελίδης», είτε στον Ατρόμητο στο Περιστέρι. Ξεχνώντας ότι είναι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος της τριπλής απόκρουσης με τη Βιγιαρεάλ, της διπλής σ’ ένα ντέρμπι στη «Λεωφόρο» μ’ έναν αντικειμενικά καλύτερο Ολυμπιακό. Του τελικού Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ. Της καθοριστικής απόκρουσης στο πέναλτι του Γκεντουζί, που επέτρεψε στους «πράσινους» να πάρουν μεγάλη πρόκριση μες στο «Βελοντρόμ» με τη Μαρσέιγ. Και πόσων ακόμη.
Ξεκαθαρίζοντας πως ένας τερματοφύλακας, όσο «Superman» και να είναι βελτιώνεται ή χειροτερεύει ανάλογα και με την ικανότητα των αμυντικών που υποτίθεται θα έπρεπε και οφείλουν να τον «φυλάνε», ο λιθοβολισμός που δέχτηκε μετά το πρόσφατο 3-2 ήταν αντικειμενικά υπερβολικός. Δεν ήταν στην καλύτερή του μέρα, σύμφωνοι. Έκανε λάθος εκτίμησης ως προς το δίλημμα «να βγω ή να μην βγω» από την περιοχή; Επίσης σύμφωνοι. Ε, και λοιπόν; Τι έγινε: δεν έχει δικαίωμα κι εκείνος στο λάθος; Τι να πουν και στο Μάντσεστερ για τον Ονανά, που με τα λάθη του στέρησε από τους «Κόκκινους Διαβόλους» χρυσούς βαθμούς, σε Αγγλία και Ευρώπη; Τίποτα. Απλά δεν υπήρξε, ούτε και θα υπάρξει γκολκίπερ που να μην έκανε, τόσο την απόκρουση, όσο όμως και τη γκάφα της ζωής του.
Εδώ όμως δεν είναι Αγγλία. Αλλά Ελλάδα. Όπου κυνηγούν μονίμως φαντάσματα, όπου βλέπουμε μόνο συνωμοσίες, δόλο και συμφέροντα και όπου πολλοί έσπευσαν να συνδυάσουν τις τελευταίες, μέτριες εμφανίσεις του Ιταλού, και ακόμη περισσότερο κάκιστες των αμυντικών του με το νέο του συμβόλαιο. Τις αυξημένες, από τις 350.000, στο 1εκ. ευρώ απαιτήσεις του, κατά πολύ περισσότερο από τις 750.000 που του προτείνει ο Παναθηναϊκός. Είναι τουλάχιστον αστείο, έως αδιανόητο να πιστέψει κανείς ότι ένας άνθρωπος, που από το καλοκαίρι του ’21 έχει δώσει και την ψυχή του για την ομάδα θα την «κρεμούσε» έτσι ξαφνικά μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν διαφωνίες ή διαφορές. Θα ήταν ανήθικο, αντιεπαγγελματικό, έως ντροπιαστικό εκ μέρους του. Δεν είναι όμως τέτοιος άνθρωπος. Δεν έχει δώσει τέτοια δείγματα.
Είχε απλά μία, δύο, τρεις, δεν έχει σημασία, κακές μέρες, όπως εξάλλου και η όλη ομάδα με χειρότερες εμφανίσεις, εντός με τη Μακάμπι και την Κυριακή στο Περιστέρι. Ακόμη και έτσι όμως, η αντανακλαστική συνήθεια του φιλάθλου είναι να ρίξει την ευθύνη μόνο πάνω στο εύκολο θύμα. Τον πλέον ανυπεράσπιστο, που τα ακούει για την κάθε ήττα, αλλά παίρνει σπάνια τα εύσημα της όποιας νίκης. Δεν είναι τυχαίο ότι «Η μοναξιά του τερματοφύλακα» έγινε κάποτε μέχρι και μυθιστόρημα. Κάτι σημαίνει. Και στην περίπτωση Μπρινιόλι είναι τουλάχιστον άδικο, ως πολύ, μα πολύ αχάριστο.