Ο Φραντς Άντον Μπεκενμπάουερ, ήταν για όλους απλά ο «Κάιζερ». Παρατσούκλι που τον συνόδευσε από το ’68, όταν φωτογραφήθηκε δίπλα από την προτομή του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α’, επί 48 χρόνια (από το 1848 έως το 1916), Αυτοκράτορα της Αυστρίας, αλλά και Βασιλιά της Ουγγαρίας.
Για το ποδόσφαιρο όμως, ήταν ο άνθρωπος που έφερε την επανάσταση στο ρόλο του λίμπερο. Που τελειοποίησε την ιδέα του μεγάλου, αυστριακού προπονητή Καρλ Ράπαν, εφευρέτη του περίφημου «catenaccio» εξελίσσοντας τον στατικό αμυντικό που προστάτευε την άμυνα, σ’ έναν παίκτη με περισσότερες ελευθερίες κινήσεων, με πρωτοβουλίες οργανωτικές, αλλά συχνά και επιθετικές. Εξάλλου, ως μέσος επιθετικός τον είχε μάθει ο κόσμος στο Μουντιάλ του ’66, μάλιστα με το «βίτσιο» και την ικανότητα στο σκοράρισμα: συνολικά 17 γκολ με τη φανέλα της εθνικής Γερμανίας, 19 μ’ εκείνη των Κόσμος της Νέας Υόρκης, 60 της Μπάγερν Μονάχου, το δεύτερό του «σπίτι», έστω και αν κατά λάθος, από το ’59 έως και το ’77.
Κατά λάθος, γιατί η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι ο πατέρας του, κι εκείνος Φραντς, ταχυδρόμος στη φτωχογειτονιά του Γκέζινγκ, όχι πολύ μακριά από το μετέπειτα αρχηγείο της Μπάγερν, ήταν φανατικός οπαδός της «1860». Δηλαδή της άλλης ομάδας του Μονάχου όπου ονειρευόταν να κάνει καριέρα ο γιός του γιατί μέχρι το ’69, η «κανονική» Μπάγερν είχε κατακτήσει μόνο δύο πρωταθλήματα και τρία κύπελλα. Ο Φραντς τζούνιορ τον άκουσε, πήγε να παίξει για την «1860», αλλά έφαγε μπουνιά από έναν συμπαίκτη του, τσαντίστηκε κι από εκείνη την ημέρα ορκίστηκε ότι θα έπαιζε ποδόσφαιρο μόνο στους πλέον «αδύναμους». Και φυσικά δικαιώθηκε, γιατί τα πρωταθλήματα είναι σήμερα 33, τα κύπελλα 20, τα Πρωταθλητριών/ Champions League 6 από τα οποία, τα τρία συνεχόμενα, του ’72, ’73 και ’74 έφεραν και τη δική του υπογραφή.
Κέρδισε κι άλλα, πολλά περισσότερα. Δύο φορές τη «Χρυσή Μπάλα» του καλύτερου ποδοσφαιριστή στον κόσμο, του ’72 και του ’76, το Euro ’72, το Μουντιάλ ’74 ως παίκτης, αλλά και του ’90 ως προπονητής, όπως και ο Μάριο Ζαγκάλο που έφυγε κι εκείνος από τη ζωή, αυτόν τον Ιανουάριο, αλλά τρεις ημέρες νωρίτερα.
Κέρδισε όμως, κυρίως τον σεβασμό κάθε μεγάλου της εποχής. Ο Πελέ έλεγε ότι είναι ο πλέον Βραζιλιάνος των… Γερμανών. Ο Μπράιαν Κλαφ, ότι είτε τον έβλεπες στο γήπεδο, είτε σε εστιατόριο είχε πάντα το ίδιο, αρχοντικό στυλ. Για τον Ριβέρα, με τον οποίον συναντήθηκαν στον επικό ημιτελικό του Μουντιάλ ’70, Ιταλία- Γερμανία 4-3 και όπου ο Μπεκενμπάουερ αγωνίστηκε με μπανταρισμένο χέρι ύστερα από εξάρθρωση ώμου, υπήρξε ο πλέον εγκεφαλικός και σοφός παίκτης. Ενώ κατά καιρούς και οι Κρολ, Σιρέα, Μπαρέζι, επίσης τρία μεγάλα λίμπερο στην Ιστορία του ποδοσφαίρου, παρακαλούσαν να μην τους συγκρίνουν μ’ έναν τόσο μεγάλο παίκτη γιατί αισθάνονταν άβολα, σε σημείο ντροπής.
Για τον εαυτό του, ο Κάιζερ είχε εντελώς διαφορετική άποψη. «Δεν είναι σωστό να παρομοιάζουμε τους ανθρώπους με τον Θεό, αλλά για τους Πελέ, Μαραντόνα, Κρόιφ, Μπεστ και Μέσι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποια εξαίρεση». Έχει πει κι άλλα ωραία.
-Ότι ο πιο έντιμος συμπαίκτης σου είναι ο τοίχος: αν του δώσεις σωστά τη μπάλα, θα στην επιστρέψει ακόμη σωστότερα.
-Ότι το ποδόσφαιρο, παγκοσμίως είναι το πλέον αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας: γιατί είναι ουδέτερο και κυρίως απολιτίκ.
-Και ότι, στο ποδόσφαιρο δεν ισχύει ότι κερδίζει πάντα ο πιο δυνατός. Αλλά όποιος κερδίσει είναι ο πιο δυνατός…