Ήταν στο ημίχρονο του Ίντερ- Νάπολι, τελικού του ιταλικού Σούπερ Καπ. Από τις γιγαντοοθόνες εμφανίστηκε η φωτογραφία του Ρίβα, με το μήνυμα Ciao Gigi και με παράκληση, από τα μεγάφωνα να τηρηθεί το παραδοσιακό, ένα λεπτό απόλυτης σιωπής σ’ ένδειξη σεβασμού. Το ίδιο που είχε ζητηθεί και μία εβδομάδα νωρίτερα, κατά τη διάρκεια του τελικού του ισπανικού Σούπερ- Καπ, Ρεάλ Μαδρίτης- Μπαρτσελόνα, για να τιμηθεί αντίστοιχα η μνήμη του Φραντς Μπεκενμπάουερ. Καμία κατανόηση τότε, καμία και τώρα. Στην αραβική κουλτούρα, όχι μόνο δεν προβλέπεται η σιωπή στη μνήμη των νεκρών, αλλά θεωρείται μάλιστα και βλάσφημη.
Μπεκενμπάουερ και Ρίβα έφυγαν, λοιπόν από τη ζωή με διαφορά δύο, μόλις εβδομάδων. Ο Γερμανός υπήρξε ο «Κάιζερ της άμυνας», ο Ιταλός της επίθεσης. Συμπτωματικά, και οι δύο φυσιογνωμίες της παγκόσμιας μπάλας είχαν πρωταγωνιστήσει στο αποκαλούμενο «Ματς του Αιώνα», τον ημιτελικό του Μουντιάλ ’70, στο Μεξικό, που είχε στείλει τους Ιταλούς στον τελικό (και μετά στο στόμα των Βραζιλιάνων), ύστερα από ένα εντυπωσιακό 4-3, και μία παράταση θρίλερ. Δεν ξέρουμε εάν είναι ακριβές να αναφέρουμε εάν μοιάζανε κάπου, το βέβαιο είναι πάντως ότι μοιάσανε σε κάτι πολύ σπουδαίο: ο Μπεκενμπάουερ, γιατί προτίμησε την άσημη, τότε Μπάγερν Μονάχου, από τα χρήματα της «Μόναχο 1860». Και ο Ρίβα γιατί είχε πει όχι, τρεις φορές, σε Γιουβέντους, Μίλαν και Ίντερ προτιμώντας την ηρεμία, τη ζεστασιά, τη θάλασσα και την οικογενειακή ατμόσφαιρα του Κάλιαρι. Και ας την είχε, αρχικά, επίσης απορρίψει.
Γεννημένος το ’44 στο Λετζούνο, ένα μικρό χωριουδάκι στα σύνορα με την Ελβετία, ο Ρίβα ξεκίνησε να παίζει στη Λενιάνο, στην 3η κατηγορία καλλιεργώντας το όνειρο πως, κάποια μέρα θα έκανε καριέρα και στη Βαρέζε, την ομάδα της καρδιάς του. Ο πρώτος όμως, που «οσμίστηκε» το ταλέντο του ήταν ο Ενρίκο Ρόκα, πρόεδρος της Κάλιαρι που τότε αγωνιζόταν στη Serie B.
Του πρότεινε εκατομμύρια, για την εποχή, λιρέτες, βίλα πάνω στη θάλασσα, αυτοκίνητο, μία μόνιμη δουλειά για την, αχώριστη αδελφή του Φάουστα. Εκείνος ωστόσο, 19χρονος ακόμη αρνήθηκε φοβούμενος το μεγάλο άλμα, τη ριζική αλλαγή περιβάλλοντος, κυρίως τη Σαρδηνία όπου είχαν μόλις πρωτοβγεί, στη μόδα, οι απαγωγές επιφανών επιχειρηματιών. Εντάξει, είπε ο Ρόκα. Έλα με την αδελφή σου ένα διήμερο στο Κάλιαρι και μετά μου λες. Πήγε, ερωτεύτηκε, μαγεύτηκε και δεν ξαναέφυγε ποτέ του.
Με την Κάλιαρι αγωνίστηκε 13 χρόνια, έως το ’76, πετυχαίνοντας 164 γκολ σε 315 παιχνίδια, αλλά το αριστούργημά του το πέτυχε το ’69-’70 κατακτώντας το ιστορικό, πρώτο και μέχρι στιγμής μοναδικό, scudetto. Ήταν η πρώτη ομάδα «επαρχιακής» πόλης που κατακτούσε το πρωτάθλημα στην Ιταλία, διακόπτοντας την ηγεμονία χρόνων του άξονα Τορίνο- Μιλάνο- Ρώμη. Παράλληλα, το όνομά του συνδεόταν και με την εθνική Ιταλίας (35 γκολ σε 42 παιχνίδια), την κατάκτηση του Euro ’68, το «φαρμακερό», και υπερφυσικά δυνατό, αριστερό του σουτ που ο Τζάννι Μπρέρα μεγάλος δημοσιογράφος της εποχής, θα βάπτιζε «Rombo di Tuono», γιατί η επαφή του ποδιού του, με τη μπάλα σχεδόν αναπαρήγαγε τον «θόρυβο ενός κεραυνού».
Τραυματίστηκε πολύ, και μάλιστα σοβαρά, έμεινε εκτός έως και δύο χρόνια μέχρι ν’ αποθεραπευτεί. Όπως απών ήταν και από τη ρεβάνς του Κυπέλλου Uefa ’72-’73, στο Κάλιαρι με τον Ολυμπιακό (0-1, με νικητήριο γκολ του Γιούτσο), ίσως η πρώτη, μεγάλη στιγμή στην ευρωπαϊκή Ιστορία των «ερυθρόλευκων». Ήταν όμως στο «Καραϊσκάκης» στην επίσης ήττα με 2-1, με τα γκολ του Γιούτσο και του Ύβ.
Όταν αποσύρθηκε έγινε παράγοντας, για ένα διάστημα και πρόεδρος της Κάλιαρι, μετά αρχηγός αποστολής της εθνικής Ιταλίας, τόσο στο χαμένο Μουντιάλ του ’94, όσο στο κερδισμένο του 2006. Ο Αρίγκο Σάκι θυμήθηκε ότι κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Μουντιάλ τον ανάγκαζε να κάνει 50 κάμψεις την ημέρα, την ώρα που εκείνος παρακολουθούσε μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. Κάπνιζε μανιωδώς, εκατομμύρια τέτοια μέχρι που η καρδιά του έσκασε, ζαλίστηκε και έπεσε μες στο σπίτι. Τον πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά αρνήθηκε να υποβληθεί σε by pass και λίγη ώρα αργότερα έσβησε. Στο αγαπημένο του Κάλιαρι, που από χθες δεν θα είναι πλέον ίδιο.