Εθνική Ελλάδας: Η παρουσία της Εθνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες ολοκληρώθηκε με την ίδια… γεύση που ξεκίνησε. Ακόμα μια καλή, μαχητική εμφάνιση η οποία όμως συνοδεύτηκε με νέο «μπλακ αουτ» επιθετικά, όπως και με τον Καναδά, την Ισπανία και την Αυστραλία, με την ήττα και τον αποκλεισμό από τους Γερμανούς να έρχεται σαν αποτέλεσμα. Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι η Γαλανόλευκη έκανε βήματα μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, όμως την ίδια στιγμή είναι φανερό ότι αυτή τη στιγμή απέχει από τις τοπ παγκόσμιες δυνάμεις του αθλήματος. Ακόμα κι έχοντας στη φαρέτρα της έναν από τους καλύτερους παίκτες του μπάσκετ αυτή τη στιγμή, μιας και ο Γιάννης έδειξε ότι ακόμα και με ένα… πόδι κάνει όχι απλά τη διαφορά, αλλά μεταμορφώνει με την παρουσία του ένα ολόκληρο σύνολο.

Η αχίλλειος πτέρνα που… πόνεσε ξανά

Την ίδια στιγμή μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για το πώς θα ήταν η Εθνική μας με την παρουσία του Σλούκα στο ρόστερ. Θα μπορούσε να είναι τόσο καλύτερη ώστε να έχει πάρει στο… νήμα το παιχνίδι με τον Καναδά ή θα μπορούσε να μην έχει… λιποθυμήσει κόντρα στην Ισπανία; Μπορεί και ναι… Το πρόβλημα στα δύο παιχνίδια ήταν σίγουρα το επιθετικό μπλοκάρισμα της ομάδας, κάτι που έγινε και απέναντι στους Γερμανούς, με τον Σλούκα να μπορεί να δώσει λύσεις και ατομικά, αλλά σίγουρα και ομαδικά, όμως για ακόμα μια διοργάνωση αυτό που πλήγωσε ήταν η ασυνέπεια στο σουτ. To σύνολο του Βασίλη Σπανούλη είχε το χειρότερο ποσοστό τριπόντων και από τις 12 ομάδες με 29,8% (36/121), ενώ αντίθετα την τέταρτη καλύτερο στα δίποντα με 58,3%.

Κι όμως σε όλα μας τα παιχνίδια είδαμε τους διεθνείς να επιμένουν να σουτάρουν έξω από τη γραμμή των τριπόντων, κάτι που σίγουρα ήταν αποτέλεσμα και του διαβάσματος που είχε γίνει από τους αντιπάλους, όμως και από το γεγονός έλλειψης πλάνου Β’, ιδιαίτερα απέναντι σε ζώνη. Αποτέλεσμα; Η Εθνική μας είχε τον χαμηλότερο μέσο όρο πόντων, επιθετικά, με 74 ανά ματς, αριθμός που δεν σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις ελπίδες νίκης όσο καλή άμυνα και να παίξεις σε τέτοιο επίπεδο. Παράλληλα βλέπαμε τα μεγάλα κορμιά μας, όπως ο Παπαγιάννης και ο Μήτογλου να αναλώνονται μακριά από τη ρακέτα, με τον σέντερ της Μονακό ιδιαίτερα να μοιάζει στο παιχνίδι του περισσότερο με… γκαρντ, παρά με ψηλό κάτι που φυσικά δεν βοηθάει ούτε τον ίδιο, αλλά φυσικά ούτε την ομάδα.

Το δεδομένο είναι πως το επιθετικό πρόβλημα που υπάρχει στην Εθνική εδώ και πολλά χρόνια έρχεται σαν αποτέλεσμα λάθος επιλογών από τις αναπτυξιακές ηλικίες, όταν ο κάθε προπονητής μαθαίνει το παιδί να μην σουτάρει, αλλά να κάνει κατάχρηση ντρίμπλας, να παίζει σκληρά στην άμυνα και το αποτέλεσμα… θα έρθει. Μόνο που έτσι δεν… έρχεται, τουλάχιστον στο υψηλό επίπεδο, ενώ το πιο επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι συνεχίζουμε να προχωράμε σε ένα μοντέλο μπάσκετ εκτός εποχής, όπου μπορεί η άμυνα να παίζει σημαντικό ρόλο, όμως η ταχύτητα, η δύναμη και η επιθετική συνέπεια δίνουν μετάλλια, νίκες και τρόπαια κάτι που φαίνεται από τον τρόπο που έχουν… μεταλλαχθεί τα τελευταία χρόνια για παράδειγμα οι Γερμανοί.

Θετικό το πρόσημο αλλά το… ταμείο θα γίνει αλλού

Όσον αφορά την παρουσία της Εθνικής μας στο τουρνουά των Ολυμπιακών Αγώνων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κριθεί ως ανεπιτυχής. Η Ελλάδα με παίκτες που σίγουρα δεν θύμιζαν το επίπεδο πολλών αντιπάλων τους ήταν άκρως ανταγωνιστική, μιας και στον πιο δύσκολο όμιλο της διοργάνωσης στάθηκε απέναντι σε ομάδες οι οποίες είχαν σαν στόχο το μετάλλιο, έχοντας μάλιστα πλειάδα NBAer στο ρόστερ τους, με μεγαλύτερο παράδειγμα τον Καναδά. Το σύνολο του Βασίλη Σπανούλη όμως κατάφερε να προκριθεί στα προημιτελικά, κάτι που είχε γίνει τόσο το 1996, όσο και το 2004 και το 2008. Κι αν το 1996 η Γαλανόλευκη, σε μια μεταβατική εποχή, είχε πέσει πάνω στην… υπερηχητική Λιθουανία, του Σαμπόνις, που έδινε τις πρώτες παραστάσεις της, τις άλλες δύο φορές που η χώρα μας έφτασε στους 8 είχε παίκτες… μύθους, πλέον, για το μπάσκετ της χώρας. Το 2004 το ρόστερ με Αλβέρτη, Διαμαντίδη, Ζήση, Ντικούδη, Σπανούλη, Τσαρτσαρή, Φώτση και άλλους σταμάτησε πάνω στους Αργεντίνους, στο ΟΑΚΑ, με τους ίδιους δύο χρόνια μετά να κατακτούν το Ευρωμπάσκετ, ενώ το 2008 η Αλμπισελέστε σταμάτησε και πάλι την Γαλανόλευκη που ήταν σχεδόν ίδια, και σίγουρα πιο έμπειρη, με την ομάδα που κέρδισε τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία και τον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος.

Στο ίδιο ακριβώς σημείο του… δρόμου, λοιπόν, σταμάτησε την πορεία της και η φετινή Εθνική ομάδα όπου αποκλείστηκε από την Παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία, η οποία μάλιστα είχε προκαλέσει τον θαυμασμό για ακόμα μια φορά στη φάση των ομίλων, όπου εκτός από τα άλλα που έκανε, διέλυσε τους διοργανωτές και διεκδικητές μεταλλίου Γάλλους. Κι όλα αυτά έχοντας στο ρόστερ παιδιά χωρίς εικόνες από μεγάλα τουρνουά, όπως ο Χαραλαμπόπουλος, ο Μωραΐτης, ο Καλαΐτζάκης, ο Τολιόπουλος και ο Χουγκάζ, που έχουν χρόνο στις ομάδες τους, όμως χωρίς να πρωταγωνιστούν. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι η παρουσία στην 8αδα συνιστά σίγουρα επιτυχία, ίσως μεγαλύτερη από τις προηγούμενες προκρίσεις στα προημιτελικά Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία όμως πρέπει να έχει συνέχεια αρχής γενομένης από το επερχόμενο Eurobasket. Εκεί θα είναι πλέον το μέτρο και το… κριτήριο για τόσο για τους διεθνείς, όσο και για τον Βασίλη Σπανούλη στη θέση του Ομοσπονδιακού τεχνικού.

ΥΓ: Το μεγάλο κέρδος της Ελλάδας από την παρουσία της Εθνικής στο Παρίσι είναι ο… πανικός στον κόσμο, αλλά και στα Μέσα που έφερε η παρουσία του Γιάννη στην ομάδα. Η χώρα μας έγινε και πάλι επίκεντρο με την εμφάνιση του Greek Freak με τη Γαλανόλευκη, με τον ίδιο να δείχνει την αγάπη του και την… τρέλα του να παίζει για τη χώρα του ακόμα και όταν ήταν έτοιμος να… λιποθυμήσει από την κούραση και τα ζητήματα στα πόδια του. Αυτές τις εικόνες πρέπει να κρατήσουμε, μιας και κανείς δεν ξέρει πότε θα τον δούμε ξανά με την Εθνική μας… Ή μάλλον καλύτερα πότε θα τον… αφήσουν να τον ξαναδούμε.