Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 ήταν ένα ποδοσφαιρικό γεγονός που άλλαξε την ιστορία του αθλήματος. Όχι μόνο γιατί στη συνέχεια η Βραζιλία των Πελέ και Γκαρίντσα γιγαντώθηκε αλλά γιατί ενέπνευσε τους ανθρώπους να δουν τον βασιλιά των σπορ διαφορετικά και να κατανοήσουν τον βαθύ αντίκτυπο που έχεις στις ανθρώπινες συνειδήσεις.

Ένα ξέχειλο από κόσμο Μαρακανά, παρακολουθούσε κυριολεκτικά έντρομο την Σελεσάο να γονατίζει μπροστά στους Γκίτζια και Σκιαφίνο. Μάλιστα ο πρώτος είχε πει πως "Τρεις άνθρωποι σίγησαν το Μαρακανά, εγώ, ο Πάπας και ο Φρανκ Σινάτρα"!

Το παιχνίδι έγινε γνωστό ως το Μαρακανάζο. Η Ουρουγουάη επικράτησε με 2-1 της Βραζιλίας.173.850 φιλάθλοι πάγωσαν, έμειναν αγάλματα και δεν έμοιαζε τόσο με παρομοίωση. Πολλές πηγές αναφέρουν ότι η πραγματική προσέλευση ήταν 199.854 θεατές και ήταν η μεγαλύτερη προσέλευση που καταγράφηκε ποτέ σε αγώνα.

Δεν επηρεάστηκε βέβαια μόνο η ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία των Βραζιλιάνων αλλά και η ψυχική τους σύνθεση, καθώς ακολούθησαν 71 αυτοκτονίες.

Ο συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο έγραψε το επικό:

«Οι ετοιμοθάνατοι καθυστέρησαν το θάνατό τους και τα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν. Ρίο ντε Ζανέιρο 16 Ιουλίου 1950 στάδιο Μαρακανά: Την προηγούμενη δεν κοιμήθηκε κανείς την επομένη δεν ήθελε κανείς να ξυπνήσει!

Η φανέλα της Βραζιλίας ήταν λεύκη αλλά ύστερα από εκείνο το Μουντιάλ, του 1950, το λευκό θεωρήθηκε γρουσούζικο και το χρώμα άλλαξε οριστικά. 200.000 πέτρινα αγάλματα στο στάδιο Μαρακανά: Ο τελικός είχε τελειώσει, η Ουρουγουάη ήταν πρωταθλήτρια κόσμου αλλά ο κόσμος παρέμενε στήλη άλατος. Στο γήπεδο πηγαινοέρχονταν ακόμα κάποιοι παίκτες. Οι δύο καλύτεροι ο Ομπντούλιο και ο Ζιζίνιο διασταυρώθηκαν. Διασταυρώθηκαν και κοιτάχτηκαν. Ήταν πολύ διαφορετικοί. Ο Ομπντούλιο, ο νικητής ήταν από σίδερο, ο Ζιζίνιο, ο ηττημένος ήταν από μουσική… Όμως και οι δυο έμοιαζαν σε κάτι. Και οι δύο είχαν παίξει τραυματισμένοι σε όλο το τουρνουά. Ο ένας με πρησμένο αστράγαλο και ο άλλος με πρησμένο γόνατο. Κανείς τους δεν είχε παραπονεθεί στο τέλος του αγώνα. Δεν ήξεραν αν έπρεπε τώρα να αγκαλιαστούν ή να χτυπηθούν μεταξύ τους. Χρόνια αργότερα ρώτησα τον Ομπντούλιο: Τον Ζιζίνιο τον βλέπεις καθόλου; «Πως πού και πού, κλείνουμε τα μάτια και βλεπόμαστε»