Τώρα που έκατσε λίγο η σκόνη και έχουμε τη νέα παγκόσμια πρωταθλήτρια, για πρώτη φορά μάλιστα στην ιστορία της, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε και για τη δικιά μας εθνική ομάδα.
Το τι θεωρείται επιτυχία και τι αποτυχία πάντα με βάση τα δεδομένα. Είναι μια κουβέντα που χωρίς να το ξέρει κιόλας, την άνοιξε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο στις αρχές του καλοκαιριού με τον αποκλεισμό των Μπακς από τα πλέι οφ του NBA. Η Εθνική ομάδα βάσει της ιστορίας της, της φανέλας της, της πορείας της και του ταλέντου της, έμεινε για 14η χρονιά χωρίς τετράδα, ούτε καν μετάλλιο.
Άρα σε μια πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το αποτέλεσμα στο Μουντομπάσκετ ήταν αποτυχία.
Πάμε όμως να δούμε τα δεδομένα.
Υπάρχουν τα προφανή και αυτά που βρίσκει κανείς με μία δεύτερη ανάγνωση.
Στα προφανή έλειπε από την εθνική ομάδα μια πεντάδα (που στη συνέχεια έγινε εφτάδα με τους τραυματισμούς του Θανάση Αντετοκούνμπο και του Χατζηδάκη) που θα μπορούσε σε οποιαδήποτε εθνική ομάδα διεκδικεί μετάλλιο σε παγκόσμιο, Ολυμπιακούς ή Πανευρωπαϊκό, να αγωνίζεται είτε αυτούσια βασική είτε κατά μονάδες. Δηλαδή σε ονόματα, Καλάθης, Ντόρσεϊ, Σλούκας, (τρία από τα κορυφαία γκανρτ της Ευρώπης), Κώστας Αντετοκούνμπο, Γιάννης Αντετοκούνμπο και Κώστας Μήτογλου (ένας από τους κορυφαίους ψηλούς του κόσμου δηλαδή και δύο από τους second unit της Ευρώπης).
Οπότε η πορεία μιας ομάδας με τόσο σοβαρές απώλειες θα ήταν εκ των ουκ άνευ καταδικασμένη.
Επειδή στον αθλητισμό παίζουν πάντα οι παρόντες και όχι οι απόντες, σημασία έχει τι είχε η εθνική ομάδα από πίσω, σε αντίθεση με ομάδες, όπως η Σερβία και η Λιθουανία, που είχαν μαζί με εμάς τις περισσότερες σημαντικές απώλειες. Εκεί λοιπόν η Εθνική βρέθηκε λειψή. Όχι γιατί δεν άξιζαν τα παιδιά που υπήρχαν από πίσω, αλλά γιατί πρακτικά και εκ του αποτελέσματος, ήταν σαν σύνολο υποδεέστεροι των αντιπάλων τους.
Αυτό δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε. Και μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πάμε μπροστά. Στην πραγματικότητα ήταν υποδεέστεροι των αντιπάλων τους, γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας στον ομαδικό αθλητισμό αυτήν τη στιγμή είναι η παραγωγική της διαδικασία. Όλες οι ομάδες που συμμετείχαν στο παγκόσμιο έχουν πληθώρα παικτών, από τα κολλέγια της Αμερικής, είτε σε παραγωγική ηλικία είτε στο NBA. Αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα παράγει με εξαιρετικά μικρούς ρυθμούς παίκτες τοπ επιπέδου, αλλά και ηγέτες που είχε τα προηγούμενα χρόνια, όπως Παπαλούκας, Ζήσης, Σπανούλης, Διαμαντίδης.
Αυτό είναι μία μεγάλη κουβέντα, που θα κάνουμε σε επόμενη αναφορά μας και στην οποία έχουν μεγάλη ευθύνη και οι μεγάλες ομάδες, οι οποίες φέτος για παράδειγμα θα παρουσιαστούν με οχτώ ξένους.
Πάμε στην κατακλείδα που αφορά τον αρχηγό αυτής της αποστολής, τον Δημήτρη Ιτούδη. Επειδή ως λαός όλη μας την απογοήτευση θέλουμε να τη διοχετεύσουμε στον καταμερισμό ευθυνών, που σε άλλα πράγματα της καθημερινότητας δεν ξέρω αν μας παίρνει να το κάνουμε, πέσαμε όλοι και κυρίως ο δημοσιογραφικός κλάδος πάνω του. Θα θεωρήσω εκ προοιμίου, ότι όλο αυτό έγινε καλοπροαίρετα και πως δεν υπάρχει κάτι από πίσω και θα τονίσω το εξής, Παγκόσμια πρωταθλήτρια στέφθηκε η μοναδική ομάδα που δεν είχε καμία κραυγαλέα ή γενικώς απουσία, η μοναδική ομάδα που έπαιζε σαν σύνολο και ακόμα και τους σταρ της τους έκανε αντιστάρ, η μοναδική ομάδα που παίζει 5 και πλέον χρόνια μαζί και η μοναδική ομάδα, η οποία σταμάτησε την περσινή αήττητη πορεία της Εθνικής Ελλάδας. Γιατί όταν πέρσι αποκλειστήκαμε από τους Γερμανούς, σε ένα παιχνίδι που το παίξαμε μέχρι τέλους, μιλούσαν όλοι για παταγώδη αποτυχία.
Θεωρώ, ότι τη φετινή χρονιά, η εθνική πήρε το μίνιμουμ, αλλά και το μάξιμουμ των νικών που θα μπορούσε να πάρει (το παιχνίδι με το Μαυροβούνιο δεν είχε κανένα βαθμολογικό ενδιαφέρον και το εύρος της ήττας από τη Λιθουανία επίσης κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον), βάσει των δυνατοτήτων της. Όσοι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν αυτό, αμφισβητούν την περσινή πορεία. Εκτός ότι αναφέραμε που και από ποιον διεκόπη, να θυμίσουμε σε όσους ξεχνούν, ότι έλειπαν από την περσινή προετοιμασία ολόκληρη αλλά και τα πρώτα παιχνίδια του ευρωμπάσκετ οι Κώστας Αντετοκούνμπο, Γιώργος Παπαγιάννης, Κώστας Σλούκας, ενώ συντήρηση χρειάστηκαν και μέσα στο τουρνουά οι Τάιλερ Ντόρσεϊ και Γιάννης Αντετοκούνμπο. Δεδομένου όλων αυτών των συνθηκών που περιγράφουμε, η Εθνική μπορεί να μην έκανε μία επιτυχημένη πορεία, αλλά επίσης είναι βέβαιο, ότι δεν έκανε μία αποτυχημένη, πάντα δεδομένων των συνθηκών και κυρίως των αντιπάλων.
Η μόνη κουβέντα που θα μπορούσε να ανοίξει για τον Ιτούδη είναι για το εάν μπορούσε ή όχι, να εμπνεύσει τη συμμετοχή κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν για δικούς τους λόγους στα τουρνουά (ή ακόμα και αν προκάλεσε, όπως έχει γραφτεί την απουσία τους). Αν μπορεί να του αποδοθεί κάποια ευθύνη είναι αυτή αλλά και ακόμα εμείς που είμαστε ρεπόρτερ δεν μπορούμε να το υποθέσουμε, γιατί από ψίθυρους ακούμε πάρα πολλά. Με λίγα λόγια και αυτό, όπως και η απόφαση που φαίνεται να έχει πάρει (το βελούδινο διαζύγιο με Ιτούδη) είναι θέμα της Ομοσπονδίας.
Με τίποτα όμως για μένα ο Ιτούδης δεν απέτυχε στην Εθνική. Σίγουρα δεν πέτυχε, αλλά διαχειρίστηκε δύο τελείως διαφορετικές ομάδες στα πρώτα του βήματα δεσίματος ενός συνόλου παικτών που έπρεπε να γίνει πραγματική ομάδα. Ακόμα και να έχασε τις σχέσεις με διοίκηση και ομάδα, η ΕΟΚ θα πρέπει πάρα πολύ σοβαρά, να σκεφτεί την επόμενη απόφαση διοίκησης της Εθνικής Ομάδας, δεδομένων όλων των παρουσιών και όλων των απουσιών και να τη στηρίξει για ένα πλάνο από τρεις διοργανώσεις και πάνω.