Τα παπούτσια του μπαινόβγαιναν στα πόδια του και μπορούσαν άνετα, αν έπεφταν στο νερό, να επιπλέουν για ώρα. Το νερό που ήταν ωραία γαλάζιο και καθώς έσκυβε και αγκομαχώντας πάλευε ν’ ανέβει την απότομη ξύλινη σκάλα το έβλεπε μόνο από τις χαραμάδες της. Έπρεπε όμως να φθάσει έως επάνω  αφού αυτή θα τον έφερνε στη θαλαμηγό του Σ.  Δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά δεν έλεγε να βαρεθεί αυτές τις επισκέψεις. Αν και τώρα το διαισθανόταν πως η διάθεση του Σ. απέναντί του δεν ήταν τόσο ζεστή όσο άλλοτε. «Αν θέλεις έλα» του είχε πει σχεδόν αδιάφορα. Ο Θόδωρος όμως είχε μάθει να τα θέλει κάτι τέτοια. Κότερα και κουβέντες για μπίζνες, για διευκολύνσεις και τέτοια. Άλλωστε η δουλειά του αυτή δεν ήταν τόσα χρόνια στην πολιτική;

Τους είδε να κάθονται έξω και επάνω. Στο επάνω κατάστρωμα. Του φάνηκε σαν ειρωνεία, σαν να του έλεγαν να δούμε αν θα κουβαλήσεις έως εδώ όλα αυτά τα κιλά. Έφθασε όμως και πέφτοντας στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του πρόλαβε να παρατηρήσει ότι πολλά νέα πρόσωπα ήταν γύρω από το Σ. Οι κουβέντες όμως ίδιες. Για δουλειές, χοντρά αστεία και πάνω από όλα το χοντρό γέλιο του Σ.

Παίζοντας το παιχνίδι που ήξερε καλά από παλιά, δηλαδή το ν’ αλλάζει συνεχώς θέση, κατάφερε να βρει μια σχεδόν απέναντι από το Σ. Βέβαια καμιά σχέση με τον παλιό καιρό. Τότε που συζητούσαν για μεγάλες δουλειές και ήταν το κέντρο της προσοχής του Σ. Τότε που εξηγούσε πώς θα βραχυκυκλώσουν τους ενοχλητικούς δικαστές όπως ο Π. και πώς θα σπρώξουν μπροστά τους πρόθυμους όπως ο Δ. Οι καμαρότοι εντωμεταξύ είχαν αρχίσει να σερβίρουν. Η μυρωδιά φρεσκοψημένου σιμιγδαλένιου χαλβά πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Ρίχνοντας μερικές κλεφτές ματιές είδε πως οι  μερίδες ήταν πλούσιες και σερβιριζόταν σε μεγάλα πιάτα.

Όταν έφθασε η σειρά του όμως ο  καμαρότος έβαλε μπροστά του ένα πιατάκι του καφέ με μόλις δυο ή τρεις κουταλίτσες. Ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί αλλά το βλέμμα του συνάντησε αυτό του Σ. Που προφανώς παρακολουθούσε από πριν τις αντιδράσεις του. Κατάλαβε πως ο καμαρότος δεν είχε κάνει λάθος και τον σέρβιρε κατ’ εντολήν αυτό το λίγο χαλβά. Κατάλαβε ότι η μπογιά του δεν περνούσε πια σ’ αυτό το περιβάλλον, δεν είχε να προσφέρει άλλες εκδουλεύσεις. Ο Σ. με την συνηθισμένη του αρχοντοχωριατιά και ενώ δεν είχε πάψει να τον κοιτάζει σκόρπισε τα απομεινάρια του πιάτου του στην άκρη του καταστρώματος. Ο πιο γρήγορος από τους γλάρους που πετούσαν από πάνω όρμησε και πρόλαβε κάποια ψίχουλα.

«Μαζί τον φάγαμε το χαλβά» σκέφθηκε ο γλάρος  που είχαν δει τα μάτια του πολλά. «Μόνο που εγώ πάλι κάτι ψίχουλα πρόλαβα». Με τον πολλών κυβικών πολιτικό ούτε που ξανασχολήθηκε.

Πηγή: protagon.gr