Τριάντα ενός ετών, Σουηδός από την Καλαμπόντα, όχι πολύ μακριά από το Γκέτεμποργκ, το βράδυ της 19ης Ιουλίου, στο «Φλοριάν Άλμπερτ» της Βουδαπέστης, ο Γιόχανσον, άθελά του έγινε πρωταγωνιστής μίας από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των πρώτων γύρων του Champions League. Η ομάδα του, Κι Κλάκσβικ, κάτι σαν Ρεάλ Μαδρίτης των Νησιών Φαρ Όερ μόλις είχε αποκλείσει τη θρυλική Φερεντσβάρος, επίσης κάτι σαν Ρεάλ, αλλά της Ουγγαρίας προχωρώντας στον 2ο προκριματικό. Και δεν το πέτυχε τυχαία, αλλά μ’ ένα αφοπλιστικό 0-3 μες στη Βουδαπέστη, στη ρεβάνς του 0-0 στο Κλάκσβικ, ένα τσιγάρο δρόμος από την πρωτεύουσα Τόρσαβν.
Η είδηση του αποκλεισμού της ομάδας που κάποτε είχαν κάνει μεγάλη, οι Φλοριάν Άλμπερτ, Τίμπορ Νίλαζι, Λάζλο Κουμπάλα, Γκιόργκι Σάροζι, Σιμόν Τίμπορ, αλλά και οι Σάντορ, Μπούκοβι, Ντέταρι, Εστερχάζι έκανε αναπόφευκτα τον γύρο του κόσμου. Δεν ήταν και λίγο, για μία ομάδα με 34 πρωταθλήματα, άλλα τόσα κύπελλα, Λίγκ- καπ και Σούπερ καπ, 2 Mitropa Cup, ένα Εκθέσεων να γελοιοποιείται από ένα ψαροχώρι όπου η έννοια του επαγγελματία ποδοσφαιριστή είναι κάτι ανάμεσα σε ανέκδοτο και μακρινή ουτοπία.
Απ’ όλα τα δημοσιογραφικά μέσα όμως, μόνο η ιταλική Gazzetta dello Sport μπήκε στον κόπο να «πετάξει» μέχρι τα Φαρ Όερ, μία κουκκίδα γης στον Βόρειο Ατλαντικό που υπάγεται διοικητικά στη Δανία. Εκεί συνάντησε τον Γιόχανσον, τον κατά λάθος τερματοφύλακα, που είχε παρατήσει τη μπάλα για να μάθει την Τέχνη της Ηλεκτρολογίας, αλλά πείστηκε να επιστρέψει όταν ο Νορβηγός προπονητής Μάγκνε Χόσετ, άλλοτε 10άρη της Μόλντε και παλιός του συμπαίκτης σε κάποια Νότοντεν ζήτησε απεγνωσμένα τη βοήθειά του.
Το τηλεφώνημα που άλλαξε σε χρόνο dt, τη ζωή του Γιόχανσον, του Χόσετ, αλλά και της Κλάκσβικ έγινε στις αρχές Ιουλίου, ούτε δύο εβδομάδες πριν το πρώτο παιχνίδι με την απροσπέλαστη, στα χαρτιά Φερεντσβάρος, με 21 από τους 32 παίκτες, ξένους, με βαριά φανέλα και Ιστορία. Σε αντίθεση με την άσημη Κι, που όλους κι όλους έχει έναν Σέρβο αμυντικό κι έναν επιθετικό από την Ακτή Ελεφαντοστού.
«Με τον Μάγκνε παίζαμε στη Νότοντεν: εκείνος τελείωνε την καριέρα του ως μέσος επιθετικός κι εγώ την ξεκινούσα ως κεντρικός αμυντικός. Αλλά λόγω του ύψους μου (1.91) και σε συνδυασμό με τον τραυματισμό του βασικού γκολκίπερ, Πέτερσον με παρακάλεσε, σχεδόν κλαίγοντας να τον βοηθήσω κάτω από τα δοκάρια. Το ποδόσφαιρο δεν με γέμιζε πλέον. Ήταν πολύ περισσότερο διασκεδαστικό ν’ αλλάζω πρίζες, αλλά εκείνη τη στιγμή άναψε ένα λαμπάκι μέσα μου και είπα, γιατί όχι (;). Δεν έχω να χάσω τίποτα. Γιατί να μην βοηθήσω έναν φίλο που με χρειάζεται; Σε προειδοποιώ όμως, δεν ξέρω να κάνω τον τερματοφύλακα. Θα χάσουμε με πολλά γκολ».
Τελικά, με τις θαυματουργές του αποκρούσεις η Κλάκσβικ όχι μόνο δεν δέχτηκε γκολ, αλλά δεν έχει δεχτεί ακόμη, ούτε ένα στα τρία παιχνίδια που αγωνίστηκε μέχρι σήμερα: στο 0-0 με τη Φερεντσβάρος στο «Βίο», το μεγαλύτερο, τρόπος του λέγειν γήπεδο της περιοχής, χωρητικότητας, για να δώσουμε μία ιδέα, μόλις 530 θεατών. Στο 0-3 της Βουδαπέστης, αλλά και στο 0-0 της περασμένης Τετάρτης, πάλι στο Κλάκσβικ, αυτή τη φορά με τη Χέκεν, στον 2ο προκριματικό του Champions League.
Οι περισσότεροι μπορεί να μην τη γνωρίζουμε, αλλά φτάνει και περισσεύει ότι τη γνωρίζει ο Γιόχανσον. Όχι μόνο γιατί είναι σουηδική, αλλά και γιατί είναι η 2η μεγαλύτερη ομάδα του Γκέτεμποργκ, όχι πολύ μακριά από τη γενέτειρά του Καλαμπόντα. Τώρα, εάν με τις αποκρούσεις του καταφέρει ή όχι να της αλλάξει κι εκείνης τα… φώτα, θα το μάθουμε μόνο στο επόμενο παραμύθι: στη ρεβάνς της ερχόμενης Τετάρτης. Ό,τι και να γίνει πάντως, ο Γιόχανσον αισθάνθηκε για τρία βράδια αντάξιος των καλύτερων Ντοναρούμα, Κουρτουά, Έντερσον ή Άλισον. Και στη χειρότερη, όσα γκολ και να δεχτεί, το πολύ, πολύ να επιστρέψει στην ηλεκτρολογία…