Το ματς με το Γιβραλτάρ πήγαινε μία χαρά για την Εθνική μας. Η Ελλάδα προηγούταν με ευρύ σκορ, όταν σε ένα σημείο της αναμέτρησης ακούστηκε γιούχα από τον κόσμο, χωρίς να γίνει κάτι αξιοσημείωτο στον αγωνιστικό χώρο. Το βλέμμα έπεσε στην κερκίδα, απ' όπου πήδηξε ένας νεαρός για να γλιτώσει από το μένος 20 ατόμων που του την έπεσαν για να του πάρουν τη πράσινη φανέλα που φορούσε και να τον τραμπουκίσουν, σπάζοντάς τον στο ξύλο.
«Δεν είναι δυνατόν ένας... αλλόθρησκος, να τολμά, να φορά την εμφάνιση της ομάδας του στο δικό μας γήπεδο». Αυτό επιτάσσει η οπαδική κουλτούρα. Δεν είναι... φαληρικό φαινόμενο. Παρόμοιο περιστατικό θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε γήπεδο. Η βία δεν έχει χρώμα. Δεν είναι ερυθρόλευκη, πράσινη, κιτρινόμαυρη ή ασπρόμαυρη.
Δεν είναι άγιοι οι οπαδοί. Το παραδέχονται και οι ίδιοι. Το πρόβλημα είναι, ότι το συγκεκριμένο γήπεδο έχει προϊστορία. Έχουν προηγηθεί πολλές ανάλογες καταστάσεις. Στο παρελθόν έχουν δεχτεί επιθέσεις δημοσιογράφοι, ενώ πριν μερικούς μήνες, τον Απρίλη, στον πρώτο παιχνίδι των ημιτελικών του Κυπέλλου, μεταξύ Ολυμπιακού και ΑΕΚ, έγιναν κάποια σκηνικά τόσο στις κερκίδες (μετά τη λήξη του αγώνα) όσο και έξω από το γήπεδο.
Επικρατεί ένας τρόμος στο Καραϊσκάκη, αλλά και σε κάθε ελληνικό γηπέδο, ιδιαίτερα σε ματς... φωτιά. Αυτός ο τρόμος φάνηκε και στον τρόπο που μοιράστηκαν οι εικόνες μέσω των φωτογραφικών πρακτορείων. Τα πρόσωπα των δραστών της επίθεσης, αλλά και του θύματος (το οποίο στην προκειμένη περίπτωση φέρει ευθύνη,γι'αυτό που έπαθε, για να μην το πούμε λαϊκά, ότι πήγαινε γυρεύοντας) ήταν καλυμμένα.
Σε παρόμοιο επεισόδιο, σε άλλο γήπεδο, ίσως να βλέπαμε πεντακάθαρα τα πρόσωπα των υποκινητών της βίας. Στον Βόλο για παράδειγμα, στα έκτροπα που προηγήθηκαν του τελικού μεταξύ ΠΑΟΚ και ΑΕΚ, είδαμε φάτσα κάρτα τα χαρακτηριστικά των χουλιγκάνων. Είδαμε μαχαίρια, κουκούλες, ρόπαλα, αίματα. Μέχρι και τον... κώλο ξεβρακωμένου ταραξία φρόντισε να απαθανατίσει ο φωτογραφικός φακός. Στο Καραϊσκάκη αυτό δεν έγινε. Δεν διέρρευσαν τα πρόσωπα στα Μέσα.
Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί δεν φοβούνται μόνο οι φίλαθλοι που πάνε (ή δεν πάνε) στο γήπεδο, αλλά και οι επαγγελματίες που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους μέσα σε αυτό. Χρόνια τώρα έχουν γραφτεί τόμοι ολόκληροι μετά από τέτοια γεγονότα «Πρέπει να σταματήσει αυτός ο τρόμος και η βία στα γήπεδα», είθισται να λέγεται. Μπορεί όμως;
Όπως αποδεικνύεται, όχι. Όχι σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε, η οποία δεν είναι αγγελικά πλασμένη.
Γιατί η βία σε αθλητικούς χώρους είναι ένα φαινόμενο που προϋπήρχε του ποδοσφαίρου και κάθε σύγχρονου αθλήματος και είχε πάντα, εκτός από τη προδιάθεση του ανθρωπου να επιβάλλεται στον άλλον, κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Αν ανατρέξετε στην Ιστορία θα δείτε περιστατικά που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της.
Η Στάση του Νίκα, το 532 μ.Χ, για παράδειγμα ξεκινησε από τον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, γενικεύτηκε εκτός του σταδίου, είχε διάρκεια μίας εβδομάδας, κατά την οποία η μισή σχεδόν πόλη κάηκε και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν. Θα μου πείτε, από που ξεκίνησες και που το πήγες και τί συγκρίνεις τώρα;
Αυτά τα πράγματα, αυτήν την εξήγηση έχουν. Τα σχολιάζουμε, τα καταδικάζουμε, πάντα όμως θα συμβαίνουν.