Γεννημένος στο Παλέρμο, και ένθερμος υποστηρικτής των ομώνυμων «Rosanero», ο Σκιλάτσι ανδρώθηκε και μεγαλούργησε ποδοσφαιρικά επί μία 7ετία στη Μεσίνα, μία από τις δύο, μαζί με την Κατάνια «μισητές» της μεγαλύτερης ομάδας της σικελικής πρωτεύουσας. Με τα χρώματά της σκαρφάλωσε από την 4η, στην 3η κατηγορία και από κει, το ‘89 στη Serie B όπου τα 25 γκολ εκείνης της σεζόν θα μαγνήτιζαν το ενδιαφέρον της Γιουβέντους χαρίζοντάς του το πολυπόθητο εισιτήριο, 1ης θέσης για το Τορίνο.
Την πρώτη του χρονιά με τους «Bianconeri» πέτυχε 21 γκολ σε 50 παιχνίδια, κατέκτησε ένα κύπελλο Ιταλίας και ένα Uefa, και με το σπαθί του μία κλήση στην Squadra Azzurra από τον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό Ατζέλιο Βιτσίνι για το Μουντιάλ του ‘90 που η Ιταλία διοργάνωνε στο σπίτι της. Με την προϋπόθεση όμως, ότι θα καθόταν στον πάγκο γιατί το βασικό «9άρι» ήταν τότε ο Αντρέα Καρνεβάλε της Νάπολι. «Σύμφωνοι», είπε ο Τοτό χωρίς να φανταστεί τί τελικά θα τον περίμενε.
Ήταν το 75ο λεπτό του ντεμπούτο με την Αυστρία. Η Ιταλία δυσκολευόταν να βρει χώρους στην αντίπαλη άμυνα, το παιχνίδι παρέμενε κολλημένο στο 0-0 και ο Βιτσίνι, για να ταράξει τα νερά αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Καλεί, λοιπόν τον Καρνεβάλε και ρίχνει στη ρωμαϊκή αρένα τον Σκιλάτσι που μόλις τρία λεπτά αργότερα και εκμεταλλευόμενος σέντρα του Βιάλλι ανοίγει το σκορ με κεφαλιά. Η Ιταλία θα κέρδιζε τελικά με 1-0 με γκολ του «Τοτό» και ο κατά λάθος «ήρωας» έβαζε φωτιά στη φαντασία μίας ολόκληρης χώρας.
Έκτοτε, όχι μόνο δεν ξαναβγήκε από την 11άδα, αλλά δεν σταμάτησε και να σκοράρει: γκολ με την τότε Τσεχοσλοβακία, την Ουρουγουάη, την Ιρλανδία, την Αργεντινή στα ημιτελικά (τελικά χάνοντας την πρόκριση από τον Μαραντόνα μόνο στα πέναλτι), γκολ και στην Αγγλία στον «μικρό τελικό» για την 3η θέση. Συνολικά έξι, όσα και του Πάολο Ρόσσι το ’82, συν την ηθική ικανοποίηση ν’ αγγίζει τη «Χρυσή Μπάλα» της χρονιάς για δύο μόλις ψήφους λιγότερους από τον Γερμανό Λόταρ Ματέους.
Μετά το Μουντιάλ, τέλος. Λίγα πράγματα. Η μαγική του καμπύλη (εξ’ αιτίας και του χωρισμού από την πρώτη του σύζυγο Ρίτα, και μητέρα των δύο από τα τρία του παιδιά), ξαφνικά έσβησε βυθίζοντάς τον σε πλήρη κατάθλιψη. Οκτώ και μετά εφτά γκολ στις δύο επόμενες σεζόν με τη Γιουβέντους, μετά 7 και 5 στις δύο επόμενες με την Ίντερ παράλληλα χωρίς καμία, άλλη κλήση από την εθνική. Απογοητευμένος τα μάζεψε και έφυγε από την Ιταλία και για καλή του τύχη αναγεννήθηκε στην Ιαπωνία όπου σε τέσσερα χρόνια με την Τζούμπιλο Ιβάτα πέτυχε 68 γκολ σε 95 παιχνίδια πριν, το ’97 κρεμάσει τα παπούτσια του και ασχοληθεί με την τηλεόραση, είτε ως σχολιαστής, είτε ως καλεσμένος, αλλά και αγωνιζόμενος σε αρκετά ριάλιτι.
Ποδοσφαιρικά μιλώντας, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε καμία περίπτωση μ’ έναν Ιντσάγκι, έναν Φαν Μπάστεν ή έναν Πάολο Ρόσσι. Ως γνήσιος όμως «Σιτσιλιάνο» είχε μέσα του αυτό που αποκαλούμε «φωτιά», αλλά και μία ταχύτατη αντίληψη του που βρίσκεται η μπάλα και κυρίως, του που θα πρέπει να καταλήξει.
Επί της ουσίας έμεινε στις καρδιές των Ιταλών για τις μαγικές βραδιές του «Italia ‘90», αλλά και για δύο αστεία περιστατικά που ακόμη συζητιούνται όταν κάποιος θελήσει να περιγράψει την «ηφαιστειώδη», σικελική του καταγωγή.
Το ένα, κατά τη διάρκεια ενός Μπολόνια- Γιουβέντους, όταν δέχτηκε ένα σκληρό φάουλ απαντώντας στον αντίπαλό του «θα βάλω να σε πυροβολήσουν», αλλά αγνοώντας ότι εκείνη τη στιγμή τα μικρόφωνα του γηπέδου ήταν ανοικτά και έτσι η απειλή του ακούστηκε στερεοφωνικά. Και το δεύτερο όταν μία μέρα, στ’ αποδυτήρια της Γιουβέντους διάβαζε ανέμελος μία εφημερίδα όταν του ήρθε, ξαφνικά μία μπάλα στα μούτρα. Ήταν ο Ρομπέρτο Μπάτζο που απλά προπονείτο, σηκώθηκε και του’ ριξε μία μπουνιά που τον έριξε νοκ- άουτ για μία εβδομάδα.