Αυτή τη στιγμή η Σίτι είναι αναμφισβήτητα το μεγάλο φαβορί για να θριαμβεύσει και το ερχόμενο Σάββατο, στο «Ατατούρκ». Τόσο για τον αφοπλιστικό τρόπο με τον οποίο κατέκτησε την Premier και το Κύπελλο, όσο για την ευκολία με την οποία είχε ταπεινώσει και εξαφανίσει την πρωταθλήτρια Ευρώπης Ρεάλ Μαδρίτης, κόβοντας το εισιτήριο για τον 2ο τελικό Champions League της Ιστορίας της.
Περισσότερο κι από μία αριστοτεχνικά χτισμένη «μηχανή για γκολ», σου δίνει την εντύπωση ενός τέρατος με εφτά κεφάλια που, όσα και να του κόψεις, εκείνο θα βρει τη μεταφορική δύναμη να ξαναγεννηθεί. Κι ακόμη και εάν του έχεις εξολοθρεύσει ή ακινητοποιήσει το ταλέντο ενός Χάλαντ, ενός Γκρίλις ή ενός Ντε Μπρόινε θα βρει το ίδιο τον τρόπο, από το πουθενά κι από εκεί που δεν το περιμένεις, ας πούμε με τον Γκιουντογκάν να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το πιθανότερο, ο «Γολιάθ» να καταφέρει και στην Κωνσταντινούπολη να συνδυάσει το Treble με το πρώτο κύπελλο με τα «μεγάλα αφτιά» της ύπαρξής του. Επειδή όμως η Ίντερ ξεκινάει έτσι κι αλλιώς με την ετικέτα του «Δαυίδ» δεν θα έχει απολύτως τίποτα να χάσει: πράγμα που σημαίνει ότι, η όποια νίκη δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένο ότι θα έρθει με τον ευκολότερο των τρόπων.
Και αυτό γιατί, και η Ίντερ έχει καλά φυλαγμένα όπλα στη φαρέτρα της. Έχει την πείρα μίας ομάδας που έχει ήδη κατακτήσει το τρόπαιο τρεις φορές, το ’64, το ’65, κυρίως το 2010 συνδυάζοντάς το τότε και μ’ ένα ιστορικό Treble. Διαθέτει τον Καμερουνέζο Ονάνα, τον καλύτερο τερματοφύλακα της διοργάνωσης μ’ ένα εντυπωσιακό clean sheet σε οκτώ, από τα 12 παιχνίδια. Είναι πάνω απ’ όλα μία ιταλική ομάδα, και ας μην έχει πολλούς Ιταλούς στη σύνθεσή της: δύο όλους κι όλους, τους Μπαρέλλα και Ντι Μάρκο, άντε τρεις με τον Ατσέρμπι. Έχει όμως την νοοτροπία, τη γνώση και τη φιλοσοφία για το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί αμυντικά. Για το πώς θα μπορούσε να περιορίσει ή και να εξουδετερώσει τους όποιους κινδύνους ξεδιπλώνοντας ύστερα τις απρόβλεπτες αντεπιθέσεις της στα πόδια των Λαουτάρο ή Λουκάκου, που εάν βρεθούν σε μέρα δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τον Χάλαντ ή τον συμπαίκτη του στην εθνική Βελγίου Ντε Μπρόινε.
Μέχρι κι ο Γκουαρδιόλα παραδέχτηκε ότι «ένας τελικός με μία ιταλική ομάδα, δεν ήταν ό,τι καλύτερο ή απλούστερο θα περίμενα. Το αντίθετο: θα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο παιχνίδι, απλά εμείς δεν έχουμε πάρει ποτέ το Champions League και σε τέτοιου είδους τελικούς το άγχος και η πίεση μπορεί να σου δώσουν εκείνη την απαραίτητη ώθηση για να φτάσεις στη νίκη».
Κάπως έτσι, με άγχος, πίεση, αλλά κατά βάθος πλήρως συνειδητοποιημένη ότι δεν είχε να χάσει απολύτως τίποτα έφτασε κι η Ελλάδα στην εποποιία του 2004, ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη που καταγράφηκε ποτέ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Γιατί εάν υποθέσουμε ότι μία νίκη στην πρεμιέρα απλά έτυχε, το να καταφέρεις να κερδίσεις τους διοργανωτές και στον τελικό σήμαινε ότι εκείνη η εθνική δεν έφτασε τυχαία στον Όλυμπο της μπάλας. Τέτοιου είδους «αστεία» είχε ξανά κάνει ο «King Otto», το ’97-’98 όταν ανέλαβε την Καϊζερσλάουτερν στη 2η κατηγορία και με την πρώτη την οδήγησε στην κατάκτηση της Μπουντεσλίγκα.
Μέχρι το 2004, το μεγαλύτερο «μπαμ» είχε θεωρηθεί εκείνο της Δανίας του ’92 που κλήθηκε άρον άρον ν’ αντικαταστήσει την τιμωρημένη, από την Uefa και το Nato Γιουγκοσλαβία, μάζεψε την τελευταία στιγμή τους διεθνείς της από τις… παραλίες και στέφθηκε, απρόσμενα πρωταθλήτρια Ευρώπης μ’ ένα ξερό 2-0 σε βάρος της παγκόσμιας, τότε πρωταθλήτριας Γερμανίας. Μαζί με τον Λάουντρουπ, ένας από τους «αρχιτέκτονες» εκείνου του θαύματος ήταν κι ο Πρέμπεν Έλκιερ που το ’85 είχε οδηγήσει την άσημη Βερόνα στην κατάκτηση του ιστορικού της Scudetto αφήνοντας πίσω της ολόκληρη Νάπολι του Μαραντόνα ή ολόκληρη Γιουβέντους των Πλατινί, Μπόνιεκ, Πάολο Ρόσσι.
Ιστορικά, μεγάλες εκπλήξεις θεωρήθηκαν κι ο τελικός του Μουντιάλ ’50, στη Βραζιλία με την Ουρουγουάη του Γκίγκια να βυθίζει στο πένθος μία ολόκληρη χώρα. Του Μουντιάλ ’54, στην Ελβετία όπου η Γερμανία νίκησε 3-2 τη μεγαλύτερη Ουγγαρία όλων των εποχών που, έως τότε μετρούσε μηδέν ήττες σε 50 αγώνες ή σε διάστημα έξι συνεχόμενων χρόνων. Της Μαρσέιγ του ’93, που αιφνιδίασε τη μεγάλη Μίλαν 1-0, της Μίλαν του ’94, που κόντρα σε κάθε προγνωστικό συνέτριψε 4-0 τη Μπαρτσελόνα, στην Αθήνα. Πάλι της Μίλαν του 2005 που κέρδιζε στην Κωνσταντινούπολη τη Λίβερπουλ 3-0 στο ημίχρονο, αλλά κατάφερε να ισοφαριστεί και να χάσει το Champions League στα πέναλτι. Η’ της Λέστερ, που το 2016 στέφθηκε ανέλπιστα πρωταθλήτρια Αγγλίας. Όλες τους εκπλήξεις, άλλες μεγάλες, άλλες μεγαλύτερες που, καλού, κακού προειδοποιούν και τη Σίτι να μην θεωρήσει, σε καμία περίπτωση δεδομένο το «Treble» με την Ίντερ…