Εκείνος όμως δεν το’ βαλε ποτέ κάτω. Διαισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το αγαπημένο του αγώνισμα. Μελετούσε μέρα νύχτα τον τρόπο να το μετατρέψει σε πλέον όμορφο, αρμονικό, ελκυστικό, ανταγωνιστικό κι αυτό ήταν.
Κατήργησε την έως τότε τάση των αθλητών ν’ αντιμετωπίζουν τον πήχη με την κοιλιά, και με μπροστινό άλμα. Σκαρφίστηκε ακριβώς το αντίθετο, δοκίμασε και ξανά δοκίμασε να πάρει φόρα, να κεντράρει τον πήχη διαγώνια, να λυγίσει την πλάτη, ν’ αντιμετωπίσει το εμπόδιο ανάποδα και, με το βλέμμα στον ουρανό να προσγειωθεί στο στρώμα περιμένοντας το αποτέλεσμα. Είχε μόλις γεννηθεί η «Τεχνική Φόσμπιουρι», με μοναδική δυναμική το κέντρο βάρους και τον αθλητή να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ώθηση του ενός ποδιού.
Ήταν το ‘68, στο Μεξικό κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν η εποχή που πάνω από τον πλανήτη, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Παρίσι, το Μιλάνο, την Πράγα ή την Πόλη του Μεξικού φυσούσε αναπόφευκτα ο άνεμος της Επανάστασης.
Οι φοιτητές κατέβαιναν στις πλατείες, διαμαρτύρονταν, ζητούσαν έναν διαφορετικό κόσμο. Μάχονταν για τα δικαιώματα και ονειρεύονταν να φέρουν στην εξουσία, τον Ρομαντισμό, την ελευθερία, αλλά και τη φαντασία. Την ώρα που οι κυβερνήσεις αντιδρούσαν με καταπίεση, βία και αίμα, τρομοκρατημένες από τις εκπλήξεις των όποιων νεοτερισμών, αλλά κι από τα κύματα νεαρών που είχαν τολμήσει να σηκώσουν τη φωνή τους. Δεκάδες τα θύματα «διαφωνούντων» που είχαν βάψει με το αίμα τους την άσφαλτο της Πλατείας των «Τριών Πολιτισμών» ύστερα από παρέμβαση του στρατού κι ένα μόλις μήνα πριν την έναρξη των Αγώνων.
Ήταν το ‘68 στο Μεξικό όταν η Ιστορία ξανά γραφόταν από τη συμβολική διαμαρτυρία των Αμερικανών Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, που με σκυμμένα κεφάλια και υψωμένες, κλειστές γροθιές τυλιγμένες σε μαύρα γάντια υπενθύμιζαν ότι κι οι μαύροι θα έπρεπε να έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς. Ήταν ακριβώς σε αυτό το κλίμα αστάθειας κι αλλαγής που ο νεαρός Φόσμπιουρι άφηνε άφωνους θεατές και τηλεθεατές κάνοντας πράξη την μελέτη του χρόνων που ακόμη και σήμερα αποτελεί την θεμέλιο λίθο του αγωνίσματος.
Δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις για την ασυνήθιστη και πρωτότυπη εφεύρεση μίας «τρελής», όπως είχε αρχικά βαπτιστεί Τεχνικής, αρκεί να υπογραμμίσουμε ότι μέχρι και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του ’80, στη Μόσχα πολλοί ήταν οι άλτες που προτιμούσαν ακόμη να πηδούν με τον αρχαίο, παραδοσιακό τρόπο.
Σταδιακά όμως ο κόσμος του ύψους συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για μία Τεχνική με γερές επιστημονικές βάσεις, εγκεκριμένη ακόμη κι από μελέτες φυσικών και μηχανικών Αμερικανικών Πανεπιστημίων. Τι είχε πετύχει όμως ακριβώς ο Φόσμπιουρι; Κάτι απλό, αυτονόητο, αλλά παράλληλα ιδιοφυές.
Είχε ανακαλύψει, μελετήσει και τελειοποιήσει τον ιδανικό τρόπο να «πετάξει» στον αέρα στηριζόμενος μόνο στην ώθηση του ενός ποδιού και γυρνούσε την πλάτη προς τον πήχη με λυγισμένα, προς τα πίσω σώμα και κεφάλι. Το μόνο που έπρεπε να προσέξει, δευτερόλεπτα πριν το άλμα ήταν η δυναμική των ποδιών που λόγω των νόμων της βαρύτητας σέρνοντας, αναγκαστικά προς τα κάτω από το βάρος του κορμού.
Ήταν μία ιδέα επαναστατική. Μία αναλαμπή μες στην πλέον σκοτεινή νύχτα. Ήταν η προσωπική του δικαίωση αναλύσεων, προπονήσεων και μελετών χρόνων στην προσπάθειά του να εξωραΐσει το αγώνισμα με άλλες λύσεις, κι όχι να προκαλέσει τη μοίρα με εκκεντρικότητα κι αλαζονεία.
Στον τελικό της 20ης Οκτωβρίου ’68, τρεμάμενος σαν ψάρι και παραλυμένος από το άγχος να μην αποτύχει με τη νέα του εφεύρεση, ο Φόσμπιουρι φόρεσε κατά λάθος δύο διαφορετικού, χρώματος παπούτσια, πήρε φόρα και πήδηξε προς την Ιστορία και το χρυσό, ολυμπιακό μετάλλιο με τρόπο αέρινο και φυσικό, όπως ακριβώς είχε μάθει να κάνει, μελετώντας και την τελευταία λεπτομέρεια και στις χιλιάδες προπονήσεις που είχαν προηγηθεί του Μεξικό.
Το άλμα του σταμάτησε στα 2.24 κι ήταν η ισοφάριση του τότε παγκοσμίου ρεκόρ που κατείχε ο Βαλερί Μπρόμελ από το ’61, επίδοση που ο τότε Σοβιετικός βελτίωσε έως τα 2.28 το ’63, τη χρονιά που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το ρεκόρ του Μπρόμελ διατηρήθηκε έως το ’71 όταν κατερρίφθη από τον Αμερικανό Μάτζντορφ αν και το 2.29 του τότε μοιάζει έτη φωτός μακριά από το 2.45 που κατέχει από το ’93 ο Κουβανός Χαβιέρ Σοτομαγιόρ σ’ ένα από τα μακροβιότερα παγκόσμια ρεκόρ στην ιστορία του στίβου.
Όσον αφορά στον Φόσμπιουρι, παγκόσμιο ρεκόρ δεν πέτυχε ποτέ, αν και προσπάθησε πέντε φορές. Αυτό όμως που άφησε στην αθλητική ανθρωπότητα ήταν πολύ σημαντικότερο από το οποιοδήποτε ρεκόρ, γιατί είχε καταφέρει ν’ αναποδογυρίσει τον Κόσμο με το ένα, και μόνο, πόδι…